filmov
tv
Βασίλης Τσιτσάνης (Οι Αυθεντικές εκτελέσεις)
Показать описание
Το μεγαλύτερο παράσημο για έναν καλλιτέχνη είναι να τον αναγνωρίζουν ως πρωτοπόρο οι άξιοι συνοδοιπόροι και συναγωνιστές του. Ο Γιώργος Μητσάκης έλεγε για τον Βασίλη Τσιτσάνη: «Το μπουζούκι το γνωρίσαμε από τον Μάρκο Βαμβακάρη, μάθαμε όμως να παίζουμε μπουζούκι από τον Βασίλη Τσιτσάνη. Ο Τσιτσάνης ήταν ο καλύτερος όλων. Ο Τσιτσάνης ήταν ευφυής. Μπορούσε να προβλέψει ποιος θα πάει μπροστά και ποιος όχι. Σαν οργανοπαίκτης ήταν ο καλύτερος.
Ο Τσιτσάνης υπήρξε ο θεμελιωτής του λαϊκού τραγουδιού. Πάτησε στο ρεμπέτικο και δημιούργησε το κοινωνικό, οικουμενικό τραγούδι. Πλούτισε την μουσική, την ερμηνεία, την ενορχήστρωση και τη θεματολογία του. Δεν οικειοποιήθηκε εμπνεύσεις κανενός.
Πάντα αυτός χάραζε καινούργιους δρόμους και έδινε το στίγμα της πρωτοπορίας. Άλλαξε τα δεδομένα, επηρέασε και διαμόρφωσε την πορεία και εξέλιξη της ελληνικής μουσικής. Πάνω στη φλέβα του βρήκαν αργότερα «στήριγμα» ο Χατζιδάκις και Θεοδωράκης και δημιούργησαν το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1915, ανήμερα του Αγίου Αθανασίου, στα Τρίκαλα Θεσσαλίας και έσβησε στο Λονδίνο την ίδια ημέρα το 1984. Ο Τσιτσάνης είναι ο πρώτος μεταξύ ίσων της μεγάλης σχολής των δημιουργών που θεσμοθέτησαν το λαϊκό τραγούδι. Δηλαδή το τραγούδι που χαρακτηρίζεται από άμεσο και περιεκτικό στίχο που περιγράφει καθημερινές στιγμές αλλά και αγωνίες όνειρα, προβληματισμούς πάνω στα ανθρώπινα, στη γέννηση και το τέλος, ακόμα και με μεταφυσική ματιά. Αντίστοιχη πρέπει να είναι και μελωδία, σε ομορφιά, μέγεθος, απλότητα και αισθητική ώστε να υπογραμμίσει αλλά και να προεκτείνει τον λόγο. Όλα αυτά και άλλα πολλά και ακωδικοποίητα ο Τσιτσάνης τα συμπύκνωνε στο έργο του στο μέγιστο βαθμό.
Σε όλα του υπήρξε μέγας μάστορας. Ανυπέρβλητος μελωδός, σπουδαίος μπουζουξής, αξεπέραστος ενορχηστρωτής, ικανός στιχουργός, χαρακτηριστικός ερμηνευτής αλλά και πρύτανης στην διδασκαλία του τραγουδιού. Και πάνω όλα ήταν επιμελής και ακάματος. Δούλευε καθημερινά μετουσιώνοντας το ταλέντο σου σε πρώτες ύλες, είχε επίγνωση των δυνατοτήτων αλλά και του ειδικού ρόλου του, ενδιαφερόταν για την υστεροφημία και τις καταθέσεις του, νοιαζόταν να αφήσει πίσω του παρακαταθήκες για τους επόμενους. Είχε μεράκι αλλά και όραμα.
Μέχρι και το φινάλε του συνέχισε μα αδιάκοπους ρυθμούς την πολυσχιδή δραστηριότητά του. Γλένταγε κόσμο και ντουνιά στο Χάραμα, στηρίζοντας το λαϊκό τραγούδι και δίνοντας το μέτρο σε μπερδεμένους καιρούς, έγραφε τραγούδια, έδινε καίριες συνεντεύξεις, εξέδιδε αυτοβιογραφικά πονήματα, υπερασπιζόταν την ιδιότητά του και μαζί το είδος που εκπροσωπούσε καθώς και τους άξιους νεότερους συνοδοιπόρους του.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ένας από τους ελάχιστους πρωταγωνιστές του ελληνικού τραγουδιού που ευτύχησε να δικαιωθεί τόσο όσο βρισκόταν στη ζωή όσο και μετά την φυγή του. Προσωπικότητες από όλα το φάσμα της τέχνης και της κοινωνικοπολιτικής ζωής του τόπου αλλά και ειδικοί, ιστορικοί του πολιτισμού τον τοποθέτησαν στην πρωτοκαθεδρία των ελλήνων συνθετών.
Ο Τσιτσάνης μαζί με τους Παπαϊωάννου και Χατζηχρήστο με τις μαγικές πενιές του, δημιούργησε περισσότερο μελωδικές, τεχνικές και περίπλοκες μουσικές φόρμες. Τα τραγούδια του έχουν βαθιές ρεμπέτικες ρίζες, που συνδυάζονται με μία κανταδόρικη διάθεση, μία πολυφωνική διάσταση και κυρίως μία διαφορετική κοινωνική θεματολογία με αποτέλεσμα να ρίχνουν τις βάσεις, τα θεμέλια για τη δημιουργία του λαϊκού τραγουδιού. Επίσης εμπλούτισε τη λιτή μέχρι τότε λαϊκή ορχήστρα με περισσότερα πνευστά και έγχορδα. Εδραίωσε σε μόνιμη βάση τη χρήση του πιάνου - με την πιστή συνεργάτιδα του Ευαγγελία Μαργαρώνη - και του ακορντεόν. Οι αναζητήσεις του για αρμονίες, διφωνίες και τριφωνίες στο παίξιμο και την ερμηνεία του τραγουδιού τον οδήγησαν σε συνεργασίες με σπουδαίους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, της κιθάρας, του βιολιού και όχι μόνο ενώ ανέδειξε και πηγαίους ερμηνευτές.
Αυτός ο συνθέτης έπαψε να αντλεί θέματα και λεξιλόγιο από τον περιορισμένο χώρο της φυλακής και της μαγκιάς. Τα θέματά του έρχονται από τους καημούς της φτωχολογιάς, της βιοπάλης, της εργατιάς, την κοινωνική αδικία, τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Ο Τσιτσάνης απέφυγε τις καταχρήσεις των χρωματικών κλιμάκων και έδωσε δωρικό
χαρακτήρα στη μουσική του, που αποπνέει ευγένεια και μελαγχολία.
Ο Τσιτσάνης με το έργο του ανανέωσε τη λαϊκή ελληνική μουσική. Με το ταλέντο του αξιοποίησε ό,τι μπορούσε να πάρει από τον κοινωνικό περίγυρο, αλλά και από την πολιτιστική κληρονομιά των αιώνων. Συνέθεσε μοναδικής πρωτοτυπίας τραγούδια. Ένα μεγάλο μυστήριο είναι το πώς σε εποχές ολόπλευρης κοινωνικής κρίσης αυτή η εκπληκτική μουσική καταφέρνει να εκπέμψει μηνύματα ανθρωπισμού και να μας μιλήσει γι' αυτό που μας λείπει.
Ο Τσιτσάνης κατάφερε να βγάλει το λαικό τραγούδι από το περιθώριο και να το εντάξει σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα.
Ο Τσιτσάνης πέτυχε την «Επανάσταση» του γιατί υπήρξε ένας άξιος δουλευτής που δεν επαναπαύτηκε απλά στο ταλέντο του αλλά εργάστηκε σκληρά και με συνέπεια.
Ο Τσιτσάνης υπήρξε ο θεμελιωτής του λαϊκού τραγουδιού. Πάτησε στο ρεμπέτικο και δημιούργησε το κοινωνικό, οικουμενικό τραγούδι. Πλούτισε την μουσική, την ερμηνεία, την ενορχήστρωση και τη θεματολογία του. Δεν οικειοποιήθηκε εμπνεύσεις κανενός.
Πάντα αυτός χάραζε καινούργιους δρόμους και έδινε το στίγμα της πρωτοπορίας. Άλλαξε τα δεδομένα, επηρέασε και διαμόρφωσε την πορεία και εξέλιξη της ελληνικής μουσικής. Πάνω στη φλέβα του βρήκαν αργότερα «στήριγμα» ο Χατζιδάκις και Θεοδωράκης και δημιούργησαν το «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στις 18 Ιανουαρίου του 1915, ανήμερα του Αγίου Αθανασίου, στα Τρίκαλα Θεσσαλίας και έσβησε στο Λονδίνο την ίδια ημέρα το 1984. Ο Τσιτσάνης είναι ο πρώτος μεταξύ ίσων της μεγάλης σχολής των δημιουργών που θεσμοθέτησαν το λαϊκό τραγούδι. Δηλαδή το τραγούδι που χαρακτηρίζεται από άμεσο και περιεκτικό στίχο που περιγράφει καθημερινές στιγμές αλλά και αγωνίες όνειρα, προβληματισμούς πάνω στα ανθρώπινα, στη γέννηση και το τέλος, ακόμα και με μεταφυσική ματιά. Αντίστοιχη πρέπει να είναι και μελωδία, σε ομορφιά, μέγεθος, απλότητα και αισθητική ώστε να υπογραμμίσει αλλά και να προεκτείνει τον λόγο. Όλα αυτά και άλλα πολλά και ακωδικοποίητα ο Τσιτσάνης τα συμπύκνωνε στο έργο του στο μέγιστο βαθμό.
Σε όλα του υπήρξε μέγας μάστορας. Ανυπέρβλητος μελωδός, σπουδαίος μπουζουξής, αξεπέραστος ενορχηστρωτής, ικανός στιχουργός, χαρακτηριστικός ερμηνευτής αλλά και πρύτανης στην διδασκαλία του τραγουδιού. Και πάνω όλα ήταν επιμελής και ακάματος. Δούλευε καθημερινά μετουσιώνοντας το ταλέντο σου σε πρώτες ύλες, είχε επίγνωση των δυνατοτήτων αλλά και του ειδικού ρόλου του, ενδιαφερόταν για την υστεροφημία και τις καταθέσεις του, νοιαζόταν να αφήσει πίσω του παρακαταθήκες για τους επόμενους. Είχε μεράκι αλλά και όραμα.
Μέχρι και το φινάλε του συνέχισε μα αδιάκοπους ρυθμούς την πολυσχιδή δραστηριότητά του. Γλένταγε κόσμο και ντουνιά στο Χάραμα, στηρίζοντας το λαϊκό τραγούδι και δίνοντας το μέτρο σε μπερδεμένους καιρούς, έγραφε τραγούδια, έδινε καίριες συνεντεύξεις, εξέδιδε αυτοβιογραφικά πονήματα, υπερασπιζόταν την ιδιότητά του και μαζί το είδος που εκπροσωπούσε καθώς και τους άξιους νεότερους συνοδοιπόρους του.
Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ένας από τους ελάχιστους πρωταγωνιστές του ελληνικού τραγουδιού που ευτύχησε να δικαιωθεί τόσο όσο βρισκόταν στη ζωή όσο και μετά την φυγή του. Προσωπικότητες από όλα το φάσμα της τέχνης και της κοινωνικοπολιτικής ζωής του τόπου αλλά και ειδικοί, ιστορικοί του πολιτισμού τον τοποθέτησαν στην πρωτοκαθεδρία των ελλήνων συνθετών.
Ο Τσιτσάνης μαζί με τους Παπαϊωάννου και Χατζηχρήστο με τις μαγικές πενιές του, δημιούργησε περισσότερο μελωδικές, τεχνικές και περίπλοκες μουσικές φόρμες. Τα τραγούδια του έχουν βαθιές ρεμπέτικες ρίζες, που συνδυάζονται με μία κανταδόρικη διάθεση, μία πολυφωνική διάσταση και κυρίως μία διαφορετική κοινωνική θεματολογία με αποτέλεσμα να ρίχνουν τις βάσεις, τα θεμέλια για τη δημιουργία του λαϊκού τραγουδιού. Επίσης εμπλούτισε τη λιτή μέχρι τότε λαϊκή ορχήστρα με περισσότερα πνευστά και έγχορδα. Εδραίωσε σε μόνιμη βάση τη χρήση του πιάνου - με την πιστή συνεργάτιδα του Ευαγγελία Μαργαρώνη - και του ακορντεόν. Οι αναζητήσεις του για αρμονίες, διφωνίες και τριφωνίες στο παίξιμο και την ερμηνεία του τραγουδιού τον οδήγησαν σε συνεργασίες με σπουδαίους δεξιοτέχνες του μπουζουκιού, της κιθάρας, του βιολιού και όχι μόνο ενώ ανέδειξε και πηγαίους ερμηνευτές.
Αυτός ο συνθέτης έπαψε να αντλεί θέματα και λεξιλόγιο από τον περιορισμένο χώρο της φυλακής και της μαγκιάς. Τα θέματά του έρχονται από τους καημούς της φτωχολογιάς, της βιοπάλης, της εργατιάς, την κοινωνική αδικία, τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Ο Τσιτσάνης απέφυγε τις καταχρήσεις των χρωματικών κλιμάκων και έδωσε δωρικό
χαρακτήρα στη μουσική του, που αποπνέει ευγένεια και μελαγχολία.
Ο Τσιτσάνης με το έργο του ανανέωσε τη λαϊκή ελληνική μουσική. Με το ταλέντο του αξιοποίησε ό,τι μπορούσε να πάρει από τον κοινωνικό περίγυρο, αλλά και από την πολιτιστική κληρονομιά των αιώνων. Συνέθεσε μοναδικής πρωτοτυπίας τραγούδια. Ένα μεγάλο μυστήριο είναι το πώς σε εποχές ολόπλευρης κοινωνικής κρίσης αυτή η εκπληκτική μουσική καταφέρνει να εκπέμψει μηνύματα ανθρωπισμού και να μας μιλήσει γι' αυτό που μας λείπει.
Ο Τσιτσάνης κατάφερε να βγάλει το λαικό τραγούδι από το περιθώριο και να το εντάξει σε μια νέα κοινωνική πραγματικότητα.
Ο Τσιτσάνης πέτυχε την «Επανάσταση» του γιατί υπήρξε ένας άξιος δουλευτής που δεν επαναπαύτηκε απλά στο ταλέντο του αλλά εργάστηκε σκληρά και με συνέπεια.