filmov
tv
ΟΜΗΡΟΥ ΙΛΙΑΔΑ ΡΑΨΩΔΙΑ Α΄ 1-52 - HOMER'S ILIAD RAPSODY A' 1-52

Показать описание
ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ ΤΗΣ ΙΛΙΑΔΑΣ ,ΣΤΙΧΟΙ 1-52
Ψάλλε, θεά, τον τρομερόν θυμόν του Αχιλλέως,
πώς έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων·
που ανδράγαθες ροβόλησε πολλές ψυχές στον Άδη
ηρώων, κι έδωκεν αυτούς αρπάγματα των σκύλων
και των ορνέων - και η βουλή γενόνταν του Κρονίδη,
απ' ότ' εφιλονίκησαν κι εχωρισθήκαν πρώτα
ο Ατρείδης, άρχος των ανδρών, και ο θείος Αχιλλέας.
Και απ' τους θεούς ποιος άναψε την έχθραν μεταξύ τους;
Ο Απόλλων, όπου οργίσθηκε του Ατρείδη βασιλέως
Α 10κι έφερε λώβαν στον στρατόν που εθέριζε τα πλήθη,
ότι του εκαταφρόνεσε τον Χρύσην ιερέα.
Στων Αχαιών τα γρήγορα καράβια τούτος ήλθε,
με λύτρα πλουσιοπάροχα την κόρη του να λύσει·
στο χρυσό σκήπτρο τυλικτό του Φοίβου το στεφάνι
εκράτει, και τους Αχαιούς παρακαλούσεν όλους:
«Ω γενναιόκαρδοι Αχαιοί, ω βασιλείς Ατρείδες,
του Ολύμπου ας, κάμουν οι θεοί, την πόλη του Πριάμου
αφού πορθήσετ, ευτυχείς να πάτε στην πατρίδα
αλλ' αποδώσετε σ' εμέ την ποθητήν μου κόρην,
Α 20δεχθείτε αυτά τα λύτρα της, αν τον υιόν του Δία
τον μακροβόλον τοξευτήν Απόλλωνα ευλαβείσθε».
Όλοι αλαλάξαν οι Αχαιοί, κι είπαν τον ιερέα
να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν
μόνος ο Αγαμέμνονας δεν το 'στεργεν ο Ατρείδης,
αλλά κακά τον έδιωχνε και βαρύν λόγον είπε:
«Μη σ' απαντήσω, γέροντα, σιμά στα κοίλα πλοία
ή τώρα εδώ ν' αργοπορείς ή πάλιν να γυρίσεις
και μη θαρρεύεις στου θεού το σκήπτρο και το στέμμα.
Αυτήν δεν θ' απολύσω εγώ· το γήρας θα την έβρει
Α 30στο Άργος μες στο σπίτι μου μακράν απ' την πατρίδα
να υφαίνει αυτού και σύντροφον της κλίνης να την έχω,
Μη μ' ερεθίζεις, σύρ' ευθύς αν θέλεις να μην πάθεις.
Τον λόγον του εφοβήθηκε και υπάκουσεν ο γέρος·
την άκραν πήρε σιωπηλός της ηχερής θαλάσσης
και όταν ευρέθη ανάμερα, τον γόνον της ωραίας
Λητούς μέγαν Απόλλωνα, θερμά παρακαλούσε:
«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας
Κίλλας προστάτη, κύριε στην Τένεδο, Σμινθέα,
εάν σου έκτισα ναόν να χαίρεται η καρδιά σου,
Α 40εάν ποτέ σου έκαψα μεριά καλοθρεμμένα
ταύρων κι ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελείωσέ μου·
τα βέλη σου στους Δαναούς τα δάκρυά μου ας πλερώσουν».
Ευχήθη και ως τον άκουσεν ο Φοίβος ο Απόλλων,
κατέβη από τες κορυφές του Ολύμπου θυμωμένος,
με τόξον και μ' ολόκλειστην φᾳρέτραν εις τους ώμους.
Εβρόντησαν επάνω του τα βέλη ως εκινήθη
ο χολωμένος και ώμοιαζε την νύκτα, ως προχωρούσε.
Των πλοίων κάθισε άντικρυ και απόλυσε το βέλος
και αχός εβγήκε τρομερός απ' τ' ασημένιο τόξο·
Α 50και αφού τους σκύλους έπληξε και τα μουλάρια πρώτα,
εις τους ανθρώπους έριχνε τα πικροφόρ' ακόντια
αδιάκοπα· και των νεκρών παντού πυρές εκαίαν.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΟΛΥΛΑΣ
Ο Ιάκωβος Πολυλάς (13 Οκτωβρίου 1825-5 Αυγούστου 1896) ήταν Επτανήσιος συγγραφέας και κριτικός, διάσημος μαθητής και εκδότης του έργου του Σολωμού.
Ψάλλε, θεά, τον τρομερόν θυμόν του Αχιλλέως,
πώς έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων·
που ανδράγαθες ροβόλησε πολλές ψυχές στον Άδη
ηρώων, κι έδωκεν αυτούς αρπάγματα των σκύλων
και των ορνέων - και η βουλή γενόνταν του Κρονίδη,
απ' ότ' εφιλονίκησαν κι εχωρισθήκαν πρώτα
ο Ατρείδης, άρχος των ανδρών, και ο θείος Αχιλλέας.
Και απ' τους θεούς ποιος άναψε την έχθραν μεταξύ τους;
Ο Απόλλων, όπου οργίσθηκε του Ατρείδη βασιλέως
Α 10κι έφερε λώβαν στον στρατόν που εθέριζε τα πλήθη,
ότι του εκαταφρόνεσε τον Χρύσην ιερέα.
Στων Αχαιών τα γρήγορα καράβια τούτος ήλθε,
με λύτρα πλουσιοπάροχα την κόρη του να λύσει·
στο χρυσό σκήπτρο τυλικτό του Φοίβου το στεφάνι
εκράτει, και τους Αχαιούς παρακαλούσεν όλους:
«Ω γενναιόκαρδοι Αχαιοί, ω βασιλείς Ατρείδες,
του Ολύμπου ας, κάμουν οι θεοί, την πόλη του Πριάμου
αφού πορθήσετ, ευτυχείς να πάτε στην πατρίδα
αλλ' αποδώσετε σ' εμέ την ποθητήν μου κόρην,
Α 20δεχθείτε αυτά τα λύτρα της, αν τον υιόν του Δία
τον μακροβόλον τοξευτήν Απόλλωνα ευλαβείσθε».
Όλοι αλαλάξαν οι Αχαιοί, κι είπαν τον ιερέα
να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν
μόνος ο Αγαμέμνονας δεν το 'στεργεν ο Ατρείδης,
αλλά κακά τον έδιωχνε και βαρύν λόγον είπε:
«Μη σ' απαντήσω, γέροντα, σιμά στα κοίλα πλοία
ή τώρα εδώ ν' αργοπορείς ή πάλιν να γυρίσεις
και μη θαρρεύεις στου θεού το σκήπτρο και το στέμμα.
Αυτήν δεν θ' απολύσω εγώ· το γήρας θα την έβρει
Α 30στο Άργος μες στο σπίτι μου μακράν απ' την πατρίδα
να υφαίνει αυτού και σύντροφον της κλίνης να την έχω,
Μη μ' ερεθίζεις, σύρ' ευθύς αν θέλεις να μην πάθεις.
Τον λόγον του εφοβήθηκε και υπάκουσεν ο γέρος·
την άκραν πήρε σιωπηλός της ηχερής θαλάσσης
και όταν ευρέθη ανάμερα, τον γόνον της ωραίας
Λητούς μέγαν Απόλλωνα, θερμά παρακαλούσε:
«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας
Κίλλας προστάτη, κύριε στην Τένεδο, Σμινθέα,
εάν σου έκτισα ναόν να χαίρεται η καρδιά σου,
Α 40εάν ποτέ σου έκαψα μεριά καλοθρεμμένα
ταύρων κι ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελείωσέ μου·
τα βέλη σου στους Δαναούς τα δάκρυά μου ας πλερώσουν».
Ευχήθη και ως τον άκουσεν ο Φοίβος ο Απόλλων,
κατέβη από τες κορυφές του Ολύμπου θυμωμένος,
με τόξον και μ' ολόκλειστην φᾳρέτραν εις τους ώμους.
Εβρόντησαν επάνω του τα βέλη ως εκινήθη
ο χολωμένος και ώμοιαζε την νύκτα, ως προχωρούσε.
Των πλοίων κάθισε άντικρυ και απόλυσε το βέλος
και αχός εβγήκε τρομερός απ' τ' ασημένιο τόξο·
Α 50και αφού τους σκύλους έπληξε και τα μουλάρια πρώτα,
εις τους ανθρώπους έριχνε τα πικροφόρ' ακόντια
αδιάκοπα· και των νεκρών παντού πυρές εκαίαν.
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΟΛΥΛΑΣ
Ο Ιάκωβος Πολυλάς (13 Οκτωβρίου 1825-5 Αυγούστου 1896) ήταν Επτανήσιος συγγραφέας και κριτικός, διάσημος μαθητής και εκδότης του έργου του Σολωμού.