Κωνσταντίνος Καβάφης 'Μέρες του 1908', Κavafis 'Days of 1908'

preview_player
Показать описание
Κωνσταντίνος Καβάφης
"Μέρες του 1908", γράφτηκε το 1932
Απαγγελία: Μαρία Ροδοπούλου
Πίνακας που εμφανίζεται στο βίντεο: "Λουόμενος" Γιάννης Τσαρούχης
To παρόν βίντεο δημιουργήθηκε για ψυχαγωγικούς σκοπούς και όλα τα πνευματικά δικαιώματα ανήκουν στους δημιουργούς

Τον χρόνο εκείνον βρέθηκε χωρίς δουλειά·
και συνεπώς ζούσεν απ’ τα χαρτιά,
από το τάβλι, και τα δανεικά.
Μια θέσις, τριώ λιρών τον μήνα, σε μικρό
χαρτοπωλείον τού είχε προσφερθεί.
Μα την αρνήθηκε, χωρίς κανένα δισταγμό.
Δεν έκανε. Δεν ήτανε μισθός γι’ αυτόν,
νέον με γράμματ’ αρκετά, και είκοσι πέντ’ ετών.
Δυο, τρία σελίνια την ημέρα κέρδιζε, δεν κέρδιζε.
Από χαρτιά και τάβλι τί να βγάλει το παιδί,
στα καφενεία της σειράς του, τα λαϊκά,
όσο κι αν έπαιζ’ έξυπνα, όσο κι αν διάλεγε κουτούς.
Τα δανεικά, αυτά δα ήσαν κι ήσαν.
Σπάνια το τάλιρο εύρισκε, το πιο συχνά μισό,
κάποτε ξέπεφτε και στο σελίνι.
Καμιά εβδομάδα, ενίοτε πιο πολύ,
σαν γλίτωνεν απ’ το φρικτό ξενύχτι,
δροσίζονταν στα μπάνια, στο κολύμβι το πρωί.
Τα ρούχα του είχαν ένα χάλι τρομερό.
Μια φορεσιά την ίδια πάντοτ’ έβαζε, μια φορεσιά
πολύ ξεθωριασμένη κανελιά.
Α μέρες του καλοκαιριού του εννιακόσια οκτώ,
απ’ το είδωμά σας, καλαισθητικά,
έλειψ’ η κανελιά ξεθωριασμένη φορεσιά.
Το είδωμά σας τον εφύλαξε
όταν που τα ’βγαζε, που τα ’ριχνε από πάνω του,
τ’ ανάξια ρούχα, και τα μπαλωμένα εσώρουχα.
Κι έμενε ολόγυμνος· άψογα ωραίος· ένα θαύμα.
Αχτένιστα, ανασηκωμένα τα μαλλιά του·
τα μέλη του ηλιοκαμένα λίγο
από την γύμνια του πρωιού στα μπάνια, και στην παραλία

That was the year when he stayed
Without work, for a living played
Cards, or backgammon; or borrowed money

He was offered a place at a small
Stationer’s, three pounds a month. It didn’t suit him.
It was not decent pay at all.
He refused it without hesitation;
He was twenty-five, and of good education.

Two or three shillings he made, more or less.
From cards and backgammon what could a boy skim;
At the common places, the cafés of his grade,
Although he played sharply, and picked stupid players.
As for borrowing, that didn’t always come off.
He seldom struck a dollar, oftener he’d fall
To half, and sometimes as low as a shilling.

Sometimes, when he got away from the grim
Night-sitting, for a week at a time or more,
He would cool himself at the baths, with a morning swim.

The shabbiness of his clothes was tragical.
He always wore the same suit, always displayed
A suit of cinnamon brown discoloured and frayed.

O summer days of nineteen hundred and eight, I recall
The picture of you, and out of it seems to fade,
Harmoniously, that cinnamon suit discoloured and frayed.

The picture of you has preserved him
Just as he would take off, would fling down
The unworthy clothes, the mended under clothes,
And remain all naked; faultlessly beautiful; a wonder.
Uncombed and lifted up his hair was;
His limbs a little sunburnt
From the morning nakedness at the baths and on the beach.
Рекомендации по теме