filmov
tv
Δημήτρης Αποστολάκης - Η ΤΙΓΡΗ - Χαΐνηδες
Показать описание
....Κορφή δέν υπάρχει, υπάρχει μονάχα ύψος. Ανάπαψη δέν υπάρχει υπάρχει μονάχα αγώνας. Τί γουρλώνεις τα μάτια ξαφνιασμένος; Ακόμα δέ μέ γνώρισες; Θαρρείς πώς είμαι φωνή του Θεού; όχι, είμαι ή φωνή σου ταξιδεύω πάντα μαζί σου, δέ σέ αφήνω, αλίμονο νά σέ άφηνα μονάχο!
Μιά φορά, όταν πάλι πετάχτηκα θυμωμένη άπο το σπλάχνο σου, μου ’δωκες ένα όνομα καί το κρατώ, μου αρέσει είμαι ή Τίγρη ή Συνταξιδιώτισσα.
Σώπασε τή γνώρισα, κι ή καρδιά μου στερεώθηκε. Γιατί νά τη φοβηθώ; Ταξιδεύουμε πάντα οί δυό μας ολα τά είδαμε καί τά χαρήκαμε μαζί. Φάγαμε κι ήπιαμε οι δυό μας στά τραπέζια της ξενιτιάς, πονέσαμε μαζί, χαρήκαμε μαζί πολιτείες, γυναίκες, ίδέες. Κι όταν, φορτωμένοι λάφυρα, γεμάτοι πληγές, γυρίζαμε στο ήσυχο κελί μας, ή τίγρη ετούτη γαντζώνουνταν αμίλητη στην κορφή του κεφαλιού μου, εκεί ναι ή σπηλιά της. Απλώνεται σοφιλιαστά γύρα στο κρανίο μου, χώνει τά νύχια της στο μυαλό μου κι άναθιβάνουμε κι οί δυό, άλαλοι, τά οσα είδαμε, καί λαχταρίζουμε τά οσα έχουμε άκόμα νά δούμε.
Χαιρόμαστε πού όλος ό κόσμος, όρατος κι άόρατος, είναι βαθύ, άξεδιάλυτο μυστικό βαθύ, ακατανόητο, πέρα άπο το νού, άπο την πεθυμιά, άπο τή βεβαιότητα. Κουβεντιάζουμε, ή Τίγρη ή Συνταξιδιώτισσα κι εγώ, καί γελούμε πού είμαστε τόσο σκληροί, τρυφεροί κι άχόρταγοι γελούμε γιά τήν άχορταγιά μας, κι άς ξέρουμε πώς ένα βράδυ, σίγουρα, θά δειπνήσουμε μέ μιά φούχτα χώμα καί θά χορτάσουμε.
Τί χαρά είναι ετούτη, ώ Ψυχή τού άνθρώπου, ώ Τίγρη Συνταξιδιώτισσα, νά ζεΐς, ν’ άγαπάς τή γης καί νά κοιτάζεις το θάνατο καί νά μή φοβάσαι I
Νίκος Καζατζάκης : «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΚΡΕΚΟ»
Στίχοι-Μουσική-Ερμηνεία: Δημήτρης Αποστολάκης
"Ο ξυπόλητος πρίγκιπας" Δίσκος 2000
Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π’ όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό.
Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου
για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό.
Όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω
στον πιο τρελό χορό,
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της
για να τηνε φορώ.
Καμιά φορά απ’ το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι,
καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν τη μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα
που θα επιτεθεί.
Μιά φορά, όταν πάλι πετάχτηκα θυμωμένη άπο το σπλάχνο σου, μου ’δωκες ένα όνομα καί το κρατώ, μου αρέσει είμαι ή Τίγρη ή Συνταξιδιώτισσα.
Σώπασε τή γνώρισα, κι ή καρδιά μου στερεώθηκε. Γιατί νά τη φοβηθώ; Ταξιδεύουμε πάντα οί δυό μας ολα τά είδαμε καί τά χαρήκαμε μαζί. Φάγαμε κι ήπιαμε οι δυό μας στά τραπέζια της ξενιτιάς, πονέσαμε μαζί, χαρήκαμε μαζί πολιτείες, γυναίκες, ίδέες. Κι όταν, φορτωμένοι λάφυρα, γεμάτοι πληγές, γυρίζαμε στο ήσυχο κελί μας, ή τίγρη ετούτη γαντζώνουνταν αμίλητη στην κορφή του κεφαλιού μου, εκεί ναι ή σπηλιά της. Απλώνεται σοφιλιαστά γύρα στο κρανίο μου, χώνει τά νύχια της στο μυαλό μου κι άναθιβάνουμε κι οί δυό, άλαλοι, τά οσα είδαμε, καί λαχταρίζουμε τά οσα έχουμε άκόμα νά δούμε.
Χαιρόμαστε πού όλος ό κόσμος, όρατος κι άόρατος, είναι βαθύ, άξεδιάλυτο μυστικό βαθύ, ακατανόητο, πέρα άπο το νού, άπο την πεθυμιά, άπο τή βεβαιότητα. Κουβεντιάζουμε, ή Τίγρη ή Συνταξιδιώτισσα κι εγώ, καί γελούμε πού είμαστε τόσο σκληροί, τρυφεροί κι άχόρταγοι γελούμε γιά τήν άχορταγιά μας, κι άς ξέρουμε πώς ένα βράδυ, σίγουρα, θά δειπνήσουμε μέ μιά φούχτα χώμα καί θά χορτάσουμε.
Τί χαρά είναι ετούτη, ώ Ψυχή τού άνθρώπου, ώ Τίγρη Συνταξιδιώτισσα, νά ζεΐς, ν’ άγαπάς τή γης καί νά κοιτάζεις το θάνατο καί νά μή φοβάσαι I
Νίκος Καζατζάκης : «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΚΡΕΚΟ»
Στίχοι-Μουσική-Ερμηνεία: Δημήτρης Αποστολάκης
"Ο ξυπόλητος πρίγκιπας" Δίσκος 2000
Έχω μια τίγρη μέσα μου, άγρια λιμασμένη
π’ όλο με περιμένει
κι όλο την καρτερώ,
τηνε μισώ και με μισεί, θέλει να με σκοτώσει,
μα ελπίζω να φιλιώσει
καιρό με τον καιρό.
Έχει τα δόντια στην καρδιά, τα νύχια στο μυαλό μου
κι εγώ για το καλό μου
για κείνη πολεμώ
κι όλου του κόσμου τα καλά με κάνει να μισήσω,
για να της τραγουδήσω τον πιο βαρύ καημό.
Όρη, λαγκάδια και γκρεμνά με σπρώχνει να περάσω,
για να την αγκαλιάσω
στον πιο τρελό χορό,
κι όταν τις κρύες τις βραδιές θυμάται τα κλουβιά της,
μου δίνει την προβιά της
για να τηνε φορώ.
Καμιά φορά απ’ το πιοτό πέφτομε μεθυσμένοι,
σχεδόν αγαπημένοι,
καθείς να κοιμηθεί
και μοιάζει ετούτη η σιωπή με λίγο πριν τη μπόρα,
σαν τη στερνή την ώρα
που θα επιτεθεί.
Комментарии