filmov
tv
Ο Μπαχτσελί καμαρώνει για τις σφαγές: Οι εισβολείς στη θάλασσα της Σμύρνης

Показать описание
Ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο πολιτικός αρχηγός των «Γκρίζων Λύκων» και γνωστός θαυμαστής του Ερντογάν, κατάφερε για άλλη μια φορά να κάνει αισθητή την παρουσία του με δηλώσεις που φέρνουν στο φως το πνευματικό του βάθος και την ιστορική του αντίληψη. Αυτή τη φορά, ο Μπαχτσελί επέλεξε να κάνει ένα ταξίδι στον χρόνο, ξεκινώντας από τη μάχη του Ματζικέρτ το 1071 και καταλήγοντας στις σφαγές της Σμύρνης το 1922. Βέβαια, δεν έχασε την ευκαιρία να καυχηθεί για τις «ένδοξες» αυτές στιγμές, δίνοντας έτσι ένα παράδειγμα του πόσο καλά γνωρίζει την τέχνη της διπλωματίας και της συνύπαρξης με τους γείτονές του.
Με αφορμή λοιπόν την επέτειο της μάχης του Ματζικέρτ, ο Μπαχτσελί αποφάσισε να ενώσει δύο διαφορετικές ιστορικές περιόδους, την ήττα των Βυζαντινών από τους Σελτζούκους και την κατάληψη της Σμύρνης από τους Τούρκους. Αλλά ας δούμε λίγο πιο προσεκτικά αυτήν τη δήλωση, που προκάλεσε τόσο ενθουσιασμό στους υπερεθνικιστές και τόση… νηφαλιότητα στους γείτονες.
Αρχικά, η μάχη του Ματζικέρτ ήταν μια μάχη που, σύμφωνα με τον Μπαχτσελί, σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την εδραίωση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Είναι μια δήλωση που προσπαθεί να αγιοποιήσει ένα γεγονός που, όσο σημαντικό και αν ήταν για την ιστορία, απέχει πολύ από το να δικαιολογήσει τα δεινά και τις τραγωδίες που ακολούθησαν τους αιώνες μετά. Ο Μπαχτσελί, φυσικά, δεν χάνει την ευκαιρία να τονίσει το πόσο καλά έκανε ο σουλτάνος Αλπ Αρσλάν να ταπεινώσει τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη, λες και η ιστορία είναι απλώς μια σειρά από θριάμβους και ταπεινώσεις, χωρίς καμία σημασία για τις ανθρώπινες ζωές και τον πολιτισμό που χάθηκαν στο μεταξύ.
Συνεχίζοντας, ο Μπαχτσελί κάνει μια τολμηρή σύγκριση ανάμεσα στη μάχη του Ματζικέρτ και την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτά τα δύο γεγονότα αποτελούν «δύο ξεχωριστά ορόσημα που συμπλήρωσαν το ένα το άλλο». Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο Μπαχτσελί δεν μιλά μόνο για την ιστορία, αλλά προσπαθεί να αναστήσει ένα είδος ιστορικής μυθολογίας, όπου οι νίκες των Τούρκων είναι πάντα ένδοξες, και οι ήττες των εχθρών τους πάντα ταπεινωτικές. Φυσικά, ο Μπαχτσελί αποφεύγει επιμελώς να αναφέρει ότι αυτές οι «νίκες» ήταν γεμάτες από φρικαλεότητες, καταστροφές και την απώλεια αθώων ζωών. Αλλά, ας μην περιμένουμε πολλά από έναν άνθρωπο που επιλέγει να βλέπει την ιστορία μέσα από τα γυαλιά του εθνικισμού και του μίσους.
Η αναφορά του Μπαχτσελί στις σφαγές της Σμύρνης, τις οποίες παρουσιάζει σχεδόν ως ηρωική πράξη αντίστασης απέναντι στους «εισβολείς», είναι ίσως το πιο προκλητικό σημείο της δήλωσής του. Με μια απίστευτη αίσθηση αναισθησίας, ο Μπαχτσελί προσπαθεί να ξαναγράψει την ιστορία, αγνοώντας τη φρίκη που έζησαν οι Έλληνες της Σμύρνης κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής. Είναι σαν να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι η σφαγή αθώων ανθρώπων είναι κάτι που αξίζει να γιορταστεί, και όχι να καταδικαστεί ως μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας.
Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μπαχτσελί προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ιστορία για να προωθήσει τη δική του εθνικιστική ατζέντα. Στην πραγματικότητα, φαίνεται να έχει κάνει καριέρα από το να ξύνει τις πληγές του παρελθόντος και να τροφοδοτεί τις εντάσεις μεταξύ των δύο λαών. Είναι σαν να πιστεύει ότι ο καλύτερος τρόπος για να διατηρήσει την εξουσία του είναι να καλλιεργεί το μίσος και τον φόβο, αγνοώντας κάθε έννοια ειρήνης και συμφιλίωσης.
Ο Μπαχτσελί δεν χάνει την ευκαιρία να αναφερθεί και στον «Γκαζί Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ», ο οποίος, σύμφωνα με τον ίδιο, «δίδαξε ένα ιστορικό μάθημα σε όσους τόλμησαν να δοκιμάσουν τη δύναμη του τουρκικού έθνους». Είναι προφανές ότι για τον Μπαχτσελί, η ιστορία είναι απλώς ένα εργαλείο για να ενισχύσει τη δική του πολιτική ατζέντα και όχι ένα μέσο για να μάθει κανείς από το παρελθόν. Το να προσπαθείς να εξισώσεις τις στρατιωτικές νίκες του Ατατούρκ με την καταστροφή και τον εκτοπισμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας είναι το αποκορύφωμα της κυνικότητας.
Όμως, ίσως το πιο ανησυχητικό στοιχείο σε όλα αυτά δεν είναι οι ίδιες οι δηλώσεις του Μπαχτσελί, αλλά το γεγονός ότι αυτές οι δηλώσεις βρίσκουν απήχηση σε ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας. Ο εθνικισμός και η ρητορική του μίσους είναι τόσο βαθιά ριζωμένα στην πολιτική κουλτούρα της Τουρκίας, που τέτοιες δηλώσεις δεν είναι απλώς αποδεκτές, αλλά και χειροκροτούνται. Αυτό δείχνει πόσο μακριά είμαστε από το να ξεπεράσουμε τις πληγές του παρελθόντος και να χτίσουμε μια καλύτερη σχέση ανάμεσα στους δύο λαούς.
Η ιστορία, όμως, δεν είναι απλώς μια σειρά από μάχες και σφαγές.
Είναι γεμάτη από πολιτισμικές ανταλλαγές, από προσπάθειες για ειρήνη και συνύπαρξη. Είναι κρίμα που κάποιοι, όπως ο Μπαχτσελί, επιλέγουν να αγνοήσουν αυτήν την πλευρά της ιστορίας και να επικεντρώνονται μόνο στα σημεία που μπορούν να εκμεταλλευτούν πολιτικά. Ίσως, αν ξοδεύαμε λίγο περισσότερο χρόνο στο να κατανοήσουμε τον πολιτισμό και την ιστορία του άλλου, και λιγότερο χρόνο στο να καυχιόμαστε για τις «νίκες» μας.....
Με αφορμή λοιπόν την επέτειο της μάχης του Ματζικέρτ, ο Μπαχτσελί αποφάσισε να ενώσει δύο διαφορετικές ιστορικές περιόδους, την ήττα των Βυζαντινών από τους Σελτζούκους και την κατάληψη της Σμύρνης από τους Τούρκους. Αλλά ας δούμε λίγο πιο προσεκτικά αυτήν τη δήλωση, που προκάλεσε τόσο ενθουσιασμό στους υπερεθνικιστές και τόση… νηφαλιότητα στους γείτονες.
Αρχικά, η μάχη του Ματζικέρτ ήταν μια μάχη που, σύμφωνα με τον Μπαχτσελί, σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την εδραίωση των Τούρκων στη Μικρά Ασία. Είναι μια δήλωση που προσπαθεί να αγιοποιήσει ένα γεγονός που, όσο σημαντικό και αν ήταν για την ιστορία, απέχει πολύ από το να δικαιολογήσει τα δεινά και τις τραγωδίες που ακολούθησαν τους αιώνες μετά. Ο Μπαχτσελί, φυσικά, δεν χάνει την ευκαιρία να τονίσει το πόσο καλά έκανε ο σουλτάνος Αλπ Αρσλάν να ταπεινώσει τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ Διογένη, λες και η ιστορία είναι απλώς μια σειρά από θριάμβους και ταπεινώσεις, χωρίς καμία σημασία για τις ανθρώπινες ζωές και τον πολιτισμό που χάθηκαν στο μεταξύ.
Συνεχίζοντας, ο Μπαχτσελί κάνει μια τολμηρή σύγκριση ανάμεσα στη μάχη του Ματζικέρτ και την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτά τα δύο γεγονότα αποτελούν «δύο ξεχωριστά ορόσημα που συμπλήρωσαν το ένα το άλλο». Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι ο Μπαχτσελί δεν μιλά μόνο για την ιστορία, αλλά προσπαθεί να αναστήσει ένα είδος ιστορικής μυθολογίας, όπου οι νίκες των Τούρκων είναι πάντα ένδοξες, και οι ήττες των εχθρών τους πάντα ταπεινωτικές. Φυσικά, ο Μπαχτσελί αποφεύγει επιμελώς να αναφέρει ότι αυτές οι «νίκες» ήταν γεμάτες από φρικαλεότητες, καταστροφές και την απώλεια αθώων ζωών. Αλλά, ας μην περιμένουμε πολλά από έναν άνθρωπο που επιλέγει να βλέπει την ιστορία μέσα από τα γυαλιά του εθνικισμού και του μίσους.
Η αναφορά του Μπαχτσελί στις σφαγές της Σμύρνης, τις οποίες παρουσιάζει σχεδόν ως ηρωική πράξη αντίστασης απέναντι στους «εισβολείς», είναι ίσως το πιο προκλητικό σημείο της δήλωσής του. Με μια απίστευτη αίσθηση αναισθησίας, ο Μπαχτσελί προσπαθεί να ξαναγράψει την ιστορία, αγνοώντας τη φρίκη που έζησαν οι Έλληνες της Σμύρνης κατά τη διάρκεια της μικρασιατικής καταστροφής. Είναι σαν να προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι η σφαγή αθώων ανθρώπων είναι κάτι που αξίζει να γιορταστεί, και όχι να καταδικαστεί ως μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας.
Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μπαχτσελί προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την ιστορία για να προωθήσει τη δική του εθνικιστική ατζέντα. Στην πραγματικότητα, φαίνεται να έχει κάνει καριέρα από το να ξύνει τις πληγές του παρελθόντος και να τροφοδοτεί τις εντάσεις μεταξύ των δύο λαών. Είναι σαν να πιστεύει ότι ο καλύτερος τρόπος για να διατηρήσει την εξουσία του είναι να καλλιεργεί το μίσος και τον φόβο, αγνοώντας κάθε έννοια ειρήνης και συμφιλίωσης.
Ο Μπαχτσελί δεν χάνει την ευκαιρία να αναφερθεί και στον «Γκαζί Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ», ο οποίος, σύμφωνα με τον ίδιο, «δίδαξε ένα ιστορικό μάθημα σε όσους τόλμησαν να δοκιμάσουν τη δύναμη του τουρκικού έθνους». Είναι προφανές ότι για τον Μπαχτσελί, η ιστορία είναι απλώς ένα εργαλείο για να ενισχύσει τη δική του πολιτική ατζέντα και όχι ένα μέσο για να μάθει κανείς από το παρελθόν. Το να προσπαθείς να εξισώσεις τις στρατιωτικές νίκες του Ατατούρκ με την καταστροφή και τον εκτοπισμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας είναι το αποκορύφωμα της κυνικότητας.
Όμως, ίσως το πιο ανησυχητικό στοιχείο σε όλα αυτά δεν είναι οι ίδιες οι δηλώσεις του Μπαχτσελί, αλλά το γεγονός ότι αυτές οι δηλώσεις βρίσκουν απήχηση σε ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνίας. Ο εθνικισμός και η ρητορική του μίσους είναι τόσο βαθιά ριζωμένα στην πολιτική κουλτούρα της Τουρκίας, που τέτοιες δηλώσεις δεν είναι απλώς αποδεκτές, αλλά και χειροκροτούνται. Αυτό δείχνει πόσο μακριά είμαστε από το να ξεπεράσουμε τις πληγές του παρελθόντος και να χτίσουμε μια καλύτερη σχέση ανάμεσα στους δύο λαούς.
Η ιστορία, όμως, δεν είναι απλώς μια σειρά από μάχες και σφαγές.
Είναι γεμάτη από πολιτισμικές ανταλλαγές, από προσπάθειες για ειρήνη και συνύπαρξη. Είναι κρίμα που κάποιοι, όπως ο Μπαχτσελί, επιλέγουν να αγνοήσουν αυτήν την πλευρά της ιστορίας και να επικεντρώνονται μόνο στα σημεία που μπορούν να εκμεταλλευτούν πολιτικά. Ίσως, αν ξοδεύαμε λίγο περισσότερο χρόνο στο να κατανοήσουμε τον πολιτισμό και την ιστορία του άλλου, και λιγότερο χρόνο στο να καυχιόμαστε για τις «νίκες» μας.....
Комментарии