filmov
tv
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΡΗΝΑΣ από το 'ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΓΕΦΥΡΙ' (1912) του Θ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΔΗ

Показать описание
Πρόκειται γιὰ ψηφιακὴ ἀναπαραγωγή !
«Τὸ τραγούδι τῆς Ρήνας» ἀπὸ τὴν πρώτη πράξη τῆς ὄπερας.
Στὸ δροσάτο, καταπράσινο λειβάδι,
στὸ παληὸ τὸ γκρεμισμένο ρημοκλήσι,
βγῆκε ἡ κόρη τὸν Ἀπρίλη, ἕνα βράδυ,
τὰ ἀρνιά της στὸ χορτάρι νὰ βοσκήσῃ.
Μὰ τὴν ἴδια ἐκείνη ὥρα,
ἐξεκίνησ᾿ ἀπ᾿ τὴ χώρα
τὸ μονάκριβο τοῦ Ρήγα παλληκάρι,
τ᾿ ἀντρειωμένο κι ὅλο νειᾶτα κι ὅλο χάρη.
Μιὰ ματιὰ στὴ βοσκοπούλα ρίχνει καὶ τὴν χαιρετᾷ
καὶ νερὸ ἀπ᾿ τὴ στάμνα νὰ τοῦ δώσῃ τῆς ζητᾷ.
Ἄααααααα...
Στὴν καρδιά του νοιώθει κάτι νὰ χτυπᾷ
καὶ κρυφὰ τῆς λέγει πὼς τὴν ἀγαπᾷ (δις).
Ντροπαλὰ τὰ μάτια ἡ κόρη κατεβάζει
καὶ τὴ στάμνα της τὴ δίνει στὸ διαβάτη,
τὸ Ρηγόπουλο κρυφὰ ἀναστενάζει
καὶ θλιμμένο ξεκινᾷ γιὰ τὸ παλάτι.
Μὰ ξανάρχετ᾿ τὸ βράδυ
καὶ τὴ βρίσκει στὸ λειβάδι
καὶ τῆς λέει: «βοσκοπούλα,
θὰ πεθάνω,
ἂν βασίλισσα δὲν ἔρθῃς νὰ σὲ κάνω».
Στὰ χρυσᾶ τὴ βοσκοπούλα ντύνει, στὰ χρυσᾶ φλωριά,
καὶ μαζί απ᾿ τὸ λειβάδι φεύγουν πέρα ἀπ᾿ τὸ χωριό.
Ἄαααααα...
Καὶ σὲ πολιτεία, πέρα, μακρυνὴ
φτάνει ἡ βοσκοπούλα Ρήγισσα τρανή (δις).
Τὸ «Στοιχειωμένο Γεφύρι» ἢ ἡ «Κόρη τῆς Νεράϊδας» εἶναι ὄπερα τοῦ Θ. Σακελλαρίδη σὲ κείμενο Γεωργίου Τσοκόπουλου. Ἀπὸ τὸν Μανώλη Καλομοίρη εἶχε χαρακτηριστεῖ ὡς «τὸ μοναδικὸ ἑλληνικὸ λαϊκὸ μελόδραμα μὲ μουσικὴ γεμάτη κέφι, καὶ δροσιὰ καὶ σὲ ἀρκετὰ μέρη μὲ καθαρὸ ἑλληνικὸ δημοτικὸ χρῶμα».
ΥΠΟΘΕΣΗ
Εἰς ἕνα χωριὸ ἀπὸ τὰ Μεσόγεια τῆς Ἀττικῆς ὁ Γέρω – Χρόνης ἐζοῦσε μὲ τὰ δύο του κορίτσια, τὴ Φλώρα καὶ τὴ Ρήνα. Ἡ Ρήνα ὅμως εἶχε τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα της γιατὶ ἡ Φλώρα δὲν ἦτανε γνήσια κόρη. Ἡ Φλώρα βρέθηκε μωρὸ μίαν ἄγρια νύκτα τοῦ Γενάρη ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Γέρω – Χρόνη, καὶ κεῖνος τὴν περιμάζεψε. Μὰ τοὔφερε γρουσουζιά. Ἐπέθανε ἡ γυναῖκα του, ἐκάηκαν τ᾿ ἀμπέλια του καὶ ἡ δυστυχία τὸν ἀποπῆρε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χρόνης δὲν τὴν ἀγαποῦσε καὶ ὅλο τὴν ἔστελνε στὰ βουνὰ γιὰ τὰ πρόβατα. Τὴν ἐνόμιζε νεραϊδογέννητη. Μὰ κ᾿ ἐκείνη δὲν ἀγαποῦσε τὸ σπίτι. Καὶ πάντα στὰ βουνὰ ἐγύριζε καὶ κάθε μεσάνυχτα ἐπήγαινε στὸ Στοιχειωμένο Γεφύρι καὶ μιλοῦσε μὲ τὴν μάννα της τὴ Νεράϊδα καὶ τῆς ἔλεγε τὸν πόνο της.
Τέσσαρες κυνηγοὶ Ἀθηναῖοι φθάνουν στὸ χωριὸ γιὰ κυνήγι καὶ ρωτοῦν τὸ δρόμο. Παρουσιάζεται ἡ Ρήνα καὶ ἔπειτα οἱ χωριάτες καὶ τοὺς δείχνουν τὸ δρόμο. Στὴ Ρήνα ὅμως ὁ Πέτρος ὁ κυνηγὸς ἄναψε καϋμό. Μὰ κ᾿ ἐκεῖνος δὲν ἔμεινεν ἀδιάφορος. Μιὰ βραδιὰ συναντήθηκαν ἔξω καὶ κεῖνος τῆς εἶπε νὰ τὴν ζητήσῃ ἀπ᾿ τὸν πατέρα της. Ἡ Φλώρα τοὺς εἶδε ἀπὸ μακρυὰ καὶ τὸ μῖσος γιὰ τὴν ἀδελφή της ἄναψε. Τοὺς παίρνει ἀπὸ πίσω. Ἡ νύχτα προχωρεῖ. Ὁ Πέτρος καὶ ἡ Ρήνα δὲν ξέρουν τὸ δρόμο νὰ γυρίσουν στὸ χωριό. Ἡ Ρήνα φοβᾶται τὴν ἐρημιά. Καὶ τρέχουν ἀπὸ βράχο σὲ βράχο καὶ ἡ Φλώρα τοὺς παρακολουθεῖ πάντα καὶ ζητᾷ ἐκδίκησι καὶ βοήθεια ἀπὸ τὴ Νεράϊδα μάννα της. Φθάνουν χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν στὸ Στοιχειωμένο Γεφύρι.
Τὰ στοιχειὰ ὀργιάζουν, οἱ Νεράϊδες τραγουδοῦν τὰ ἐξωτικὰ τραγούδια τους, ὁ ἄνεμος σφυρίζει.
Ὁ πατέρας μὲ τοὺς χωριάτες φεύγοντας ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Παναγίας (8 Σεπτεμβρίου) εἶδαν πὼς ἔλειπε ἡ Ρήνα καὶ πῆραν τὰ μονοπάτια νὰ τὴν εὕρουν. Τέλος φθάνουν στὸ γεφύρι καὶ τὴν βλέπουν ἀγκαλιασμένη μὲ τὸν Πέτρο. Ὁ Πέτρος τίμιος τὴ ζητᾷ ἀμέσως καὶ ὁ γέρος δίνει τὴν εὐχή του. Τότε ὁ Λάμπρος ἕνα καλὸ παλληκάρι ποὺ εἶχε κρυφὸ καϋμὸ μὲ τὴ Φλώρα βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ τὴν ζητήσῃ ἀπ᾿ τὸν πατέρα της. Μὰ ὁ Γερο-Χρόνης δὲν τὴν δίνει τὴ Φλώρα, ἐπειδὴ κάποτε ὁ Λάμπρος τὸν εἶχε κατηγορήσει ὅτι δὲν τὴν ἀγαπᾷ. Τότε ὁ Λάμπρος τῆς παίρνει τὸ μαντήλι. Ὁρμοῦν ὅλοι ἀπάνω του καὶ κεῖνος βγάζει τὸ πιστόλι. Ὁ γέρος λιποθυμεῖ. Μόλις συνῆλθε ἀρχίζει τὶς κατάρες καὶ παίρνει ὅλους καὶ γυρίζουν στὸ χωριό. Τότε ἡ Φλώρα ἀφοῦ ἔμεινε μόνη μὲ τὸ Λάμπρο ἀποφασίζει νὰ τοῦ πῇ τὸ μυστικὸ πὼς εἶνε Νεράϊδας γέννα. Οἱ Νεράϊδες ἀρχίζουν πάλι τὰ τραγούδια τους. Ὁ Λάμπρος πνίγεται ἀπ᾿ τὸ μῖσος καὶ τὴν ὀργή. Θέλει νὰ τὴν διώξῃ. Ἐκείνη γονατιστὴ τοῦ λέει πὼς τὸν ἀγαπᾷ τρελλὰ μὰ κεῖνος δὲν θέλει πιὰ νὰ τὴν ἰδῇ. Τὴν λέγει στοιχειό, δαιμόνιο. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀνεβαίνει ἀπ᾿ τὸ Γεφῦρι σιγά –σιγά ἡ Νεράϊδα μάνα της. Ἡ Φλώρα τρέχει νὰ τῆς ζητήσῃ βοήθεια. Ὁ Λάμπρος τρέχει νὰ μαχαιρώσει τὴ Νεράϊδα, μὰ ἐκείνη, πρὶν αὐτὸς τὴν ἐγγίσῃ τὸν παίρνει μαζύ της στὸ ποτάμι καὶ χάνεται μαζὺ μὲ τὰ τραγούδια τῶν στοιχειῶν.
«Τὸ τραγούδι τῆς Ρήνας» ἀπὸ τὴν πρώτη πράξη τῆς ὄπερας.
Στὸ δροσάτο, καταπράσινο λειβάδι,
στὸ παληὸ τὸ γκρεμισμένο ρημοκλήσι,
βγῆκε ἡ κόρη τὸν Ἀπρίλη, ἕνα βράδυ,
τὰ ἀρνιά της στὸ χορτάρι νὰ βοσκήσῃ.
Μὰ τὴν ἴδια ἐκείνη ὥρα,
ἐξεκίνησ᾿ ἀπ᾿ τὴ χώρα
τὸ μονάκριβο τοῦ Ρήγα παλληκάρι,
τ᾿ ἀντρειωμένο κι ὅλο νειᾶτα κι ὅλο χάρη.
Μιὰ ματιὰ στὴ βοσκοπούλα ρίχνει καὶ τὴν χαιρετᾷ
καὶ νερὸ ἀπ᾿ τὴ στάμνα νὰ τοῦ δώσῃ τῆς ζητᾷ.
Ἄααααααα...
Στὴν καρδιά του νοιώθει κάτι νὰ χτυπᾷ
καὶ κρυφὰ τῆς λέγει πὼς τὴν ἀγαπᾷ (δις).
Ντροπαλὰ τὰ μάτια ἡ κόρη κατεβάζει
καὶ τὴ στάμνα της τὴ δίνει στὸ διαβάτη,
τὸ Ρηγόπουλο κρυφὰ ἀναστενάζει
καὶ θλιμμένο ξεκινᾷ γιὰ τὸ παλάτι.
Μὰ ξανάρχετ᾿ τὸ βράδυ
καὶ τὴ βρίσκει στὸ λειβάδι
καὶ τῆς λέει: «βοσκοπούλα,
θὰ πεθάνω,
ἂν βασίλισσα δὲν ἔρθῃς νὰ σὲ κάνω».
Στὰ χρυσᾶ τὴ βοσκοπούλα ντύνει, στὰ χρυσᾶ φλωριά,
καὶ μαζί απ᾿ τὸ λειβάδι φεύγουν πέρα ἀπ᾿ τὸ χωριό.
Ἄαααααα...
Καὶ σὲ πολιτεία, πέρα, μακρυνὴ
φτάνει ἡ βοσκοπούλα Ρήγισσα τρανή (δις).
Τὸ «Στοιχειωμένο Γεφύρι» ἢ ἡ «Κόρη τῆς Νεράϊδας» εἶναι ὄπερα τοῦ Θ. Σακελλαρίδη σὲ κείμενο Γεωργίου Τσοκόπουλου. Ἀπὸ τὸν Μανώλη Καλομοίρη εἶχε χαρακτηριστεῖ ὡς «τὸ μοναδικὸ ἑλληνικὸ λαϊκὸ μελόδραμα μὲ μουσικὴ γεμάτη κέφι, καὶ δροσιὰ καὶ σὲ ἀρκετὰ μέρη μὲ καθαρὸ ἑλληνικὸ δημοτικὸ χρῶμα».
ΥΠΟΘΕΣΗ
Εἰς ἕνα χωριὸ ἀπὸ τὰ Μεσόγεια τῆς Ἀττικῆς ὁ Γέρω – Χρόνης ἐζοῦσε μὲ τὰ δύο του κορίτσια, τὴ Φλώρα καὶ τὴ Ρήνα. Ἡ Ρήνα ὅμως εἶχε τὴν ἀγάπη τοῦ πατέρα της γιατὶ ἡ Φλώρα δὲν ἦτανε γνήσια κόρη. Ἡ Φλώρα βρέθηκε μωρὸ μίαν ἄγρια νύκτα τοῦ Γενάρη ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Γέρω – Χρόνη, καὶ κεῖνος τὴν περιμάζεψε. Μὰ τοὔφερε γρουσουζιά. Ἐπέθανε ἡ γυναῖκα του, ἐκάηκαν τ᾿ ἀμπέλια του καὶ ἡ δυστυχία τὸν ἀποπῆρε. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Χρόνης δὲν τὴν ἀγαποῦσε καὶ ὅλο τὴν ἔστελνε στὰ βουνὰ γιὰ τὰ πρόβατα. Τὴν ἐνόμιζε νεραϊδογέννητη. Μὰ κ᾿ ἐκείνη δὲν ἀγαποῦσε τὸ σπίτι. Καὶ πάντα στὰ βουνὰ ἐγύριζε καὶ κάθε μεσάνυχτα ἐπήγαινε στὸ Στοιχειωμένο Γεφύρι καὶ μιλοῦσε μὲ τὴν μάννα της τὴ Νεράϊδα καὶ τῆς ἔλεγε τὸν πόνο της.
Τέσσαρες κυνηγοὶ Ἀθηναῖοι φθάνουν στὸ χωριὸ γιὰ κυνήγι καὶ ρωτοῦν τὸ δρόμο. Παρουσιάζεται ἡ Ρήνα καὶ ἔπειτα οἱ χωριάτες καὶ τοὺς δείχνουν τὸ δρόμο. Στὴ Ρήνα ὅμως ὁ Πέτρος ὁ κυνηγὸς ἄναψε καϋμό. Μὰ κ᾿ ἐκεῖνος δὲν ἔμεινεν ἀδιάφορος. Μιὰ βραδιὰ συναντήθηκαν ἔξω καὶ κεῖνος τῆς εἶπε νὰ τὴν ζητήσῃ ἀπ᾿ τὸν πατέρα της. Ἡ Φλώρα τοὺς εἶδε ἀπὸ μακρυὰ καὶ τὸ μῖσος γιὰ τὴν ἀδελφή της ἄναψε. Τοὺς παίρνει ἀπὸ πίσω. Ἡ νύχτα προχωρεῖ. Ὁ Πέτρος καὶ ἡ Ρήνα δὲν ξέρουν τὸ δρόμο νὰ γυρίσουν στὸ χωριό. Ἡ Ρήνα φοβᾶται τὴν ἐρημιά. Καὶ τρέχουν ἀπὸ βράχο σὲ βράχο καὶ ἡ Φλώρα τοὺς παρακολουθεῖ πάντα καὶ ζητᾷ ἐκδίκησι καὶ βοήθεια ἀπὸ τὴ Νεράϊδα μάννα της. Φθάνουν χωρὶς νὰ τὸ ξέρουν στὸ Στοιχειωμένο Γεφύρι.
Τὰ στοιχειὰ ὀργιάζουν, οἱ Νεράϊδες τραγουδοῦν τὰ ἐξωτικὰ τραγούδια τους, ὁ ἄνεμος σφυρίζει.
Ὁ πατέρας μὲ τοὺς χωριάτες φεύγοντας ἀπὸ τὸν ἑσπερινὸ τῆς Παναγίας (8 Σεπτεμβρίου) εἶδαν πὼς ἔλειπε ἡ Ρήνα καὶ πῆραν τὰ μονοπάτια νὰ τὴν εὕρουν. Τέλος φθάνουν στὸ γεφύρι καὶ τὴν βλέπουν ἀγκαλιασμένη μὲ τὸν Πέτρο. Ὁ Πέτρος τίμιος τὴ ζητᾷ ἀμέσως καὶ ὁ γέρος δίνει τὴν εὐχή του. Τότε ὁ Λάμπρος ἕνα καλὸ παλληκάρι ποὺ εἶχε κρυφὸ καϋμὸ μὲ τὴ Φλώρα βρῆκε τὴν εὐκαιρία νὰ τὴν ζητήσῃ ἀπ᾿ τὸν πατέρα της. Μὰ ὁ Γερο-Χρόνης δὲν τὴν δίνει τὴ Φλώρα, ἐπειδὴ κάποτε ὁ Λάμπρος τὸν εἶχε κατηγορήσει ὅτι δὲν τὴν ἀγαπᾷ. Τότε ὁ Λάμπρος τῆς παίρνει τὸ μαντήλι. Ὁρμοῦν ὅλοι ἀπάνω του καὶ κεῖνος βγάζει τὸ πιστόλι. Ὁ γέρος λιποθυμεῖ. Μόλις συνῆλθε ἀρχίζει τὶς κατάρες καὶ παίρνει ὅλους καὶ γυρίζουν στὸ χωριό. Τότε ἡ Φλώρα ἀφοῦ ἔμεινε μόνη μὲ τὸ Λάμπρο ἀποφασίζει νὰ τοῦ πῇ τὸ μυστικὸ πὼς εἶνε Νεράϊδας γέννα. Οἱ Νεράϊδες ἀρχίζουν πάλι τὰ τραγούδια τους. Ὁ Λάμπρος πνίγεται ἀπ᾿ τὸ μῖσος καὶ τὴν ὀργή. Θέλει νὰ τὴν διώξῃ. Ἐκείνη γονατιστὴ τοῦ λέει πὼς τὸν ἀγαπᾷ τρελλὰ μὰ κεῖνος δὲν θέλει πιὰ νὰ τὴν ἰδῇ. Τὴν λέγει στοιχειό, δαιμόνιο. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀνεβαίνει ἀπ᾿ τὸ Γεφῦρι σιγά –σιγά ἡ Νεράϊδα μάνα της. Ἡ Φλώρα τρέχει νὰ τῆς ζητήσῃ βοήθεια. Ὁ Λάμπρος τρέχει νὰ μαχαιρώσει τὴ Νεράϊδα, μὰ ἐκείνη, πρὶν αὐτὸς τὴν ἐγγίσῃ τὸν παίρνει μαζύ της στὸ ποτάμι καὶ χάνεται μαζὺ μὲ τὰ τραγούδια τῶν στοιχειῶν.