filmov
tv
Το λιμάνι των χαμένων ποιητών (μέρος 8) - 'Γιατί το φεγγάρι αργεί;'

Показать описание
Το λιμάνι των χαμένων ποιητών (μέρος 8) - "Γιατί το φεγγάρι αργεί;"
του Νεκτάριου Θεοδώρου
...Οι μέρες κυλούσαν όμορφα. Ο Γιακουμής ήδη μετρούσε εννιά χρόνια στο χωριό. Η δημιουργική του διάθεση δεν τον άφηνε να περνά απαρατήρητος από πουθενά, άσχετα εάν ο ίδιος προσπαθούσε πάντα
να κρατά χαμηλούς τόνους και η παρουσία της όμορφης Aleece δίπλα του, τον έκανε να ψηλώνει λίγο παραπάνω. Είχε μάλιστα επιλέξει και μερικούς ανθρώπους για παρέα, που έγιναν στην πορεία πολύ καλοί του φίλοι. Αυτούς που παρατηρούσε τόσα χρόνια από το παγκάκι που καθόταν τα βράδια στον πεζόδρομο του λιμανιού και του πρόδιδαν με την συμπεριφορά τους την καλοσύνη τους.
Την ιδιαιτερότητά τους. Έκαναν μαζί όμορφα πράγματα. Μία φορά για παράδειγμα την εβδομάδα, γύριζαν όλη την ακτή και μάζευαν τα σκουπίδια που άφηναν οι ανεγκέφαλοι χωρικοί και οι περαστικοί
στην αμμουδιά. Κλάδευαν τα φυτά της παραλίας. Έχτιζαν με τις πέτρες μικρά τοιχάκια γύρω από τις ρίζες τους. Έβαφαν με λούστρο τα παγκάκια. Έβαφαν τις κολώνες με τις λάμπες και άλλαζαν όσες από
αυτές καιγόταν. Έβαζαν όμορφα χρωματιστά φαναράκια κατά μήκος του λιμανιού.
Έφτιαξαν ένα μεγάλο στρογγυλό παγκάκι γύρω από τον κορμό του πλάτανου που ήταν στην πλατεία και περνούσαν εκεί οι γιαγιάδες τις μεσημεριανές τους ώρες κάτω από τη σκιά του.
Εκεί καθόταν και κάθε πρωί, μία ώρα πριν ξεκινήσει το σχολείο, ο κύριος Παρόντας.
Δεν ήταν κανείς άλλος από τον κύριο Δημήτρη, το δάσκαλο του χωριού. Κάθε μέρα όταν έπαιρνε απουσίες από τους μαθητές του άρεσε να του φωνάζουν δυνατά, παρών ή παρούσα κι έτσι κοροϊδευτικά τα παιδιά του είχαν βγάλει το παρατσούκλι, ο κύριος Παρόντας. Έκανε ότι τον πείραζε αυτό, αλλά από μέσα του το χαιρόταν. Το διασκέδαζε.
Όλα αυτά τα έξοδα λοιπόν που γινόντουσαν, είχε αναλάβει να τα πληρώνει ο Γιακουμής. Με χρήματα από την εργασία του. Είχε μαζέψει αρκετά λεφτά στην άκρη τόσα χρόνια, αλλά το πιο μαγικό απ’ όλα ήταν, ότι, όσα από αυτά χαλούσε για να ομορφύνει το μέρος που τόσο πολύ αγάπησε και για να βοηθήσει κάποιους ανθρώπους που περνούσαν οικονομικά πολύ δύσκολα, τόσα χρήματα κέρδιζε μες τις επόμενες τρεις μέρες από μία καινούρια δουλειά που θα του ερχόταν από εκεί που δεν το περίμενε, αλλά ούτε σεντς παραπάνω. Μόνο όσα χαλούσε για αυτό το σκοπό. Έτσι το πορτοφόλι του ήταν πάντα γεμάτο.
Άλλες φορές μαζευόταν όλη αυτή η παρέα και βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη σε διάφορες εργασίες, όπως όργωμα για παράδειγμα σε κήπους και χωράφια, βαψίματα, χτισίματα και πολλά άλλα.
Άλλες φορές αφιλοκερδώς σε όποιον δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει οικονομικά και άλλες με το ελάχιστο χρηματικό τίμημα. Αν και σε αυτή την περίπτωση ακόμα, προτιμούσαν πάντα την ανταλλαγή προϊόντων
και αυτό ήταν το πρώτο που τους πρότειναν. Αυτή η κίνηση είχε τραβήξει το ενδιαφέρον από πολύ κόσμο.
Μα το πιο σπουδαίο απ’ όλα, είναι ότι είχαν καταφέρει να μαζέψουν πολλούς νέους και νέες δίπλα τους.
Ο σκοπός του Γιακουμή ήταν να μπολιάσει τους κατοίκους και την νέα γενιά με το αίσθημα της αλληλεγγύης.
Της αλληλοβοήθειας. Τα χρήματα, τον άφηναν παγερά αδιάφορο.
Αυτό με τον καιρό, τον έφερε σε κόντρα αυτόν και τους φίλους του, με μερικούς ανθρώπους που χρησιμοποίησαν αυτές τις δράσεις για την αυτοπροβολή τους. Άλλοι για να βγάλουν στα κρυφά χρήματα
και άλλοι για να διαφημίσουν τις επιχειρήσεις τους. Άλλοι για να ενισχύσουν τον άρρωστο εγωισμό τους και να φτιάξουν αρχηγιλίκια και άλλοι γιατί ζητούσαν την κοινωνική αναγνώριση. Τα φώτα. Τις κάμερες. Τον γυάλινο ψεύτικο κόσμο τους. Αυτόν που όλη τους τη ζωή, τους είχε έρμαια μια φτηνής και σάπιας φιγούρας που έβλεπαν στον καθρέφτη τους κάθε πρωί. Κάτι τέτοιο ενοχλούσε πολύ όλη αυτή η μεγάλη πλέον παρέα. Όλους αυτούς τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε αυτά τα έργα και έβγαιναν μπροστά να ξεκαθαρίσουν το τοπίο. Στην κόντρα. Στην πρώτη γραμμή.
Δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν. Ήξεραν ότι το καλό πάντα γυρνάει σε αυτόν που το κάνει με την καρδιά του.
Με τη ψυχή του. Και είχαν πλέον τρανταχτές αποδείξεις για αυτό.
Κι έτσι το χωριό μοιράστηκε στα δυο.
Μες στον επόμενο χρόνο, το μισό χωριό είχε αδειάσει. Τα πιο πολλά μαγαζιά είχαν κλείσει.
Τα είχαν παρατήσει οι παλιοί ιδιοκτήτες τους, γιατί δεν άντεχαν πλέον την κατακραυγή του κόσμου.
Άλλοι έφυγαν μακριά κι άλλοι απλά έκατσαν στα σπίτια τους χωρίς πλέον να δουλεύουν και έτρωγαν τα λεφτά που τόσα χρόνια είχαν μαζέψει μες στα σεντούκια τους, στις ταβέρνες και στα μπαράκια.
Χαζογελούσαν, χλεύαζαν και κορόιδευαν τους υπόλοιπους. Τα μαγαζιά που συνέχισαν να μένουν ανοιχτά, ήταν όσα είχαν στη δούλεψή τους όμορφους στην καρδιά ανθρώπους. Ανθρώπους με όνειρα.
Ανθρώπους που έβλεπες να χαμογελούν και το χαμόγελό τους δεν ήταν ψεύτικο.
Ανθρώπους που αγαπούσαν τη γη, τη θάλασσα, τον ουρανό.
Ανθρώπους που ήταν ερωτευμένοι με τις τέχνες.
Όλα κυλούσαν ήρεμα. Ο τόπος τους, είχε αρχίσει να παίρνει άλλη...
Συνεχίζεται ...
Μουσική: Νεκτάριος Θεοδώρου
(από το δίσκο "Το φευγιό" του Νεκτάριου Θεοδώρου & Μόνο Γυμνό
τραγούδι: Το τελευταίο τρένο)
2020
Φωτογραφίες: Κονδυλένια Μπούσμπουρα
του Νεκτάριου Θεοδώρου
...Οι μέρες κυλούσαν όμορφα. Ο Γιακουμής ήδη μετρούσε εννιά χρόνια στο χωριό. Η δημιουργική του διάθεση δεν τον άφηνε να περνά απαρατήρητος από πουθενά, άσχετα εάν ο ίδιος προσπαθούσε πάντα
να κρατά χαμηλούς τόνους και η παρουσία της όμορφης Aleece δίπλα του, τον έκανε να ψηλώνει λίγο παραπάνω. Είχε μάλιστα επιλέξει και μερικούς ανθρώπους για παρέα, που έγιναν στην πορεία πολύ καλοί του φίλοι. Αυτούς που παρατηρούσε τόσα χρόνια από το παγκάκι που καθόταν τα βράδια στον πεζόδρομο του λιμανιού και του πρόδιδαν με την συμπεριφορά τους την καλοσύνη τους.
Την ιδιαιτερότητά τους. Έκαναν μαζί όμορφα πράγματα. Μία φορά για παράδειγμα την εβδομάδα, γύριζαν όλη την ακτή και μάζευαν τα σκουπίδια που άφηναν οι ανεγκέφαλοι χωρικοί και οι περαστικοί
στην αμμουδιά. Κλάδευαν τα φυτά της παραλίας. Έχτιζαν με τις πέτρες μικρά τοιχάκια γύρω από τις ρίζες τους. Έβαφαν με λούστρο τα παγκάκια. Έβαφαν τις κολώνες με τις λάμπες και άλλαζαν όσες από
αυτές καιγόταν. Έβαζαν όμορφα χρωματιστά φαναράκια κατά μήκος του λιμανιού.
Έφτιαξαν ένα μεγάλο στρογγυλό παγκάκι γύρω από τον κορμό του πλάτανου που ήταν στην πλατεία και περνούσαν εκεί οι γιαγιάδες τις μεσημεριανές τους ώρες κάτω από τη σκιά του.
Εκεί καθόταν και κάθε πρωί, μία ώρα πριν ξεκινήσει το σχολείο, ο κύριος Παρόντας.
Δεν ήταν κανείς άλλος από τον κύριο Δημήτρη, το δάσκαλο του χωριού. Κάθε μέρα όταν έπαιρνε απουσίες από τους μαθητές του άρεσε να του φωνάζουν δυνατά, παρών ή παρούσα κι έτσι κοροϊδευτικά τα παιδιά του είχαν βγάλει το παρατσούκλι, ο κύριος Παρόντας. Έκανε ότι τον πείραζε αυτό, αλλά από μέσα του το χαιρόταν. Το διασκέδαζε.
Όλα αυτά τα έξοδα λοιπόν που γινόντουσαν, είχε αναλάβει να τα πληρώνει ο Γιακουμής. Με χρήματα από την εργασία του. Είχε μαζέψει αρκετά λεφτά στην άκρη τόσα χρόνια, αλλά το πιο μαγικό απ’ όλα ήταν, ότι, όσα από αυτά χαλούσε για να ομορφύνει το μέρος που τόσο πολύ αγάπησε και για να βοηθήσει κάποιους ανθρώπους που περνούσαν οικονομικά πολύ δύσκολα, τόσα χρήματα κέρδιζε μες τις επόμενες τρεις μέρες από μία καινούρια δουλειά που θα του ερχόταν από εκεί που δεν το περίμενε, αλλά ούτε σεντς παραπάνω. Μόνο όσα χαλούσε για αυτό το σκοπό. Έτσι το πορτοφόλι του ήταν πάντα γεμάτο.
Άλλες φορές μαζευόταν όλη αυτή η παρέα και βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη σε διάφορες εργασίες, όπως όργωμα για παράδειγμα σε κήπους και χωράφια, βαψίματα, χτισίματα και πολλά άλλα.
Άλλες φορές αφιλοκερδώς σε όποιον δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει οικονομικά και άλλες με το ελάχιστο χρηματικό τίμημα. Αν και σε αυτή την περίπτωση ακόμα, προτιμούσαν πάντα την ανταλλαγή προϊόντων
και αυτό ήταν το πρώτο που τους πρότειναν. Αυτή η κίνηση είχε τραβήξει το ενδιαφέρον από πολύ κόσμο.
Μα το πιο σπουδαίο απ’ όλα, είναι ότι είχαν καταφέρει να μαζέψουν πολλούς νέους και νέες δίπλα τους.
Ο σκοπός του Γιακουμή ήταν να μπολιάσει τους κατοίκους και την νέα γενιά με το αίσθημα της αλληλεγγύης.
Της αλληλοβοήθειας. Τα χρήματα, τον άφηναν παγερά αδιάφορο.
Αυτό με τον καιρό, τον έφερε σε κόντρα αυτόν και τους φίλους του, με μερικούς ανθρώπους που χρησιμοποίησαν αυτές τις δράσεις για την αυτοπροβολή τους. Άλλοι για να βγάλουν στα κρυφά χρήματα
και άλλοι για να διαφημίσουν τις επιχειρήσεις τους. Άλλοι για να ενισχύσουν τον άρρωστο εγωισμό τους και να φτιάξουν αρχηγιλίκια και άλλοι γιατί ζητούσαν την κοινωνική αναγνώριση. Τα φώτα. Τις κάμερες. Τον γυάλινο ψεύτικο κόσμο τους. Αυτόν που όλη τους τη ζωή, τους είχε έρμαια μια φτηνής και σάπιας φιγούρας που έβλεπαν στον καθρέφτη τους κάθε πρωί. Κάτι τέτοιο ενοχλούσε πολύ όλη αυτή η μεγάλη πλέον παρέα. Όλους αυτούς τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε αυτά τα έργα και έβγαιναν μπροστά να ξεκαθαρίσουν το τοπίο. Στην κόντρα. Στην πρώτη γραμμή.
Δεν είχαν τίποτε να φοβηθούν. Ήξεραν ότι το καλό πάντα γυρνάει σε αυτόν που το κάνει με την καρδιά του.
Με τη ψυχή του. Και είχαν πλέον τρανταχτές αποδείξεις για αυτό.
Κι έτσι το χωριό μοιράστηκε στα δυο.
Μες στον επόμενο χρόνο, το μισό χωριό είχε αδειάσει. Τα πιο πολλά μαγαζιά είχαν κλείσει.
Τα είχαν παρατήσει οι παλιοί ιδιοκτήτες τους, γιατί δεν άντεχαν πλέον την κατακραυγή του κόσμου.
Άλλοι έφυγαν μακριά κι άλλοι απλά έκατσαν στα σπίτια τους χωρίς πλέον να δουλεύουν και έτρωγαν τα λεφτά που τόσα χρόνια είχαν μαζέψει μες στα σεντούκια τους, στις ταβέρνες και στα μπαράκια.
Χαζογελούσαν, χλεύαζαν και κορόιδευαν τους υπόλοιπους. Τα μαγαζιά που συνέχισαν να μένουν ανοιχτά, ήταν όσα είχαν στη δούλεψή τους όμορφους στην καρδιά ανθρώπους. Ανθρώπους με όνειρα.
Ανθρώπους που έβλεπες να χαμογελούν και το χαμόγελό τους δεν ήταν ψεύτικο.
Ανθρώπους που αγαπούσαν τη γη, τη θάλασσα, τον ουρανό.
Ανθρώπους που ήταν ερωτευμένοι με τις τέχνες.
Όλα κυλούσαν ήρεμα. Ο τόπος τους, είχε αρχίσει να παίρνει άλλη...
Συνεχίζεται ...
Μουσική: Νεκτάριος Θεοδώρου
(από το δίσκο "Το φευγιό" του Νεκτάριου Θεοδώρου & Μόνο Γυμνό
τραγούδι: Το τελευταίο τρένο)
2020
Φωτογραφίες: Κονδυλένια Μπούσμπουρα