Του Νεκρού αδελφού Δημώδες-Φωνές+κρουστό 1η εκδοχή

preview_player
Показать описание
Ζωντανή ηχογράφηση μέσα σε 4 τοίχους. take1 alternate
Αν και κάπως ωμή και πρώιμη ηχογράφηση,
και δυσκόλεψε, λόγω τού βάρους τού περιεχομένου, μένει ως έχει.

Του νεκρού Αδελφού΄Δημώδες

Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη-θυγατέρα
την κόρη τη μονάκριβη την πολυαγαπημένη,
την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε!
Στα σκοτεινά την έλουζε, στ' άφεγγα τη χτενίζει,
στ' άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.
Προξενητάδες ήρθανε από τη Βαβυλώνα,
να πάρουνε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα.
Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε, μα ο Κωσταντίνος θέλει.
«Μάνα μου, κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,
στα ξένα οκει που περπατώ, εκεί όπου πηγαίνω,
αν πάμ' εμείς στην ξενιτιά, ξένοι να μην περνούμε.
— Φρόνιμος είσαι, Κωσταντή, μ' άσκημα απιλογήθης.
Κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει, γιε μ', αρρώστια, κι αν τύχει πίκρα γή χαρά,
ποιος θα μας τήνε φέρει;
— Βάλλω τον ουρανό κριτή, τσ' ανέμους για μαρτύρους, αν τύχει κι έλθει θάνατος, αν τύχει έρτει αρρώστια,αν τύχει πίκρα Γή χαρά,
εγώ να σου τη φέρω».

Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
κι εμπήκε χρόνος δίσεχτος και μήνες οργισμένοι
Έπεσεν το θανατικό βαρύ, και οι εννιά αδερφοί αποθάναν,
βρέθηκ η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
Σ' όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ' όλα μοιρολογιόταν,
στου Κωσταντίνου το μνημειό ανέσπα τα μαλλιά της.
«Ανάθεμά σε, Κωσταντή, και μυριανάθεμά σε,
οπού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα!
το τάξιμο που μου 'ταξες, πότε θα μου το κάμεις;
Τον ουρανό 'βαλες κριτή τσ'ανέμους για μαρτύρους,
αν τύχει πίκρα Γή χαρά, να πας να μου τη φέρεις».
Από το μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα,
η γης αναταράχτηκε κι ο Κωσταντής εβγήκε.
Κάνει το σύγνεφ' άλογο και τ' άστρο χαλινάρι,
και το φεγγάρι συντροφιά και πάει να της τη φέρει.

Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του.
Βρίσκει την κι εχτενίζουνταν όξου στο φεγγαράκι.
Από μακριά τη χαιρετά κι από κοντά της λέγει:
«Άιντε, αδερφή, να φύγομε, στη μάνα μας να πάμε.
— Αλίμονο, αδερφάκι μου, και τι 'ναι τούτη γιώρα;
Μην είναι τάχα για χαρά, να στολιστώ και να 'ρθω,
μην πίκρα πάλι, πες μου το, μαύρα για να φοράω..
— Έλα, Αρετή, στο σπίτι μας, κι ας είσαι όπως και να σαι».Κοντολυγίζει τ' άλογο και πίσω την καθίζει.

Στη στράτα που διαβαίνανε πουλάκια κιλαηδούσαν,
δεν κιλαηδούσαν σαν πουλιά, μηδέ σα χελιδόνια,
μόν' κελαηδούσαν κι έλεγαν ανθρωπινή λαλιά:
«Ποιος είδεν κόρην εύμορφη να σέρν ο πεθαμένος!χ2
— Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
— Πουλάκια είναι και ας κιλαηδούν, πουλάκια είν κι ας λένε».
Και παρεκεί που πάγαιναν κι άλλα πουλιά που λέγαν:

«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, παράξενο μεγάλο,
να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους!
— Άκουσες, Κωσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
πως περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους.
— Απρίλης είναι κιας λαλούν, Μάης και εφωλεύουν.
— Φοβούμαι σ', αδερφάκι μου, και λιβανιές μυρίζεις.
— Εχτές βραδίς επήγαμε πέρα στου Αί-Γιάννη,
κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό λιβάνι».
Και παρεμπρός που πήγανε, κι άλλα πουλιά τούς λένε:
«Για ιδές θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!»
Τ' άκουσε πάλι η Αρετή κι εράγισ' η καρδιά της.
«Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια;
— Άφησ', Αρέτω, τα πουλιά κι ό,τι κι α θέλ' ας λέγουν.
— Πες μου, πού να'ν τα κάλλη σου, πού είναι η λεβεντιά σου, κ τα ξανθά σου τα μαλλιά
το όμορφο μουστάκι;
— Έχω καιρό π' αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου». .............
Αυτού σιμά, αυτού κοντά στην εκκλησά πρoφτάνoυν.
Βαριά χτυπά τ' αλόγου του κι από μπροστά της χάθη.
Κι ακούει την πλάκα και βροντά, το χώμα και βοΐζει.
Σειέτ' η Γής βαριά πολλά, κι η κόρη μόνη μένει.
Ευτύς κινάει η Αρετή να πάει για το σπίτι.
Βλέπει τους κήπους τούς γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα΄
βλέπει το Βασιλικό ξερό, το καρυοφύλλι μαύρο,
βλέπει μπροστά στην ξώθυρα χορτάρια φυτρωμένα.
Βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα,
και τα σπιτοπαράθυρα σφιχτά μανταλωμένα.
Κτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν.
«Αν είσαι φίλος διάβαινε, κι αν είσαι εχτρός μου φύγε,
κι αν είσ ο Πικροχάροντας, άλλα παιδιά δεν έχω,
κι η δόλια η Αρετούλα μου, λείπει μακριά στα ξένα.
— Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω, γλυκιά μου μάνα.
— Ποιος είν' αυτός που μου χτυπάει και με φωνάζει μάνα;
— Άνοιξε, μάνα μου, άνοιξε κι εγώ είμαι η Αρετή σου».

Κατέβηκε, αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.
Рекомендации по теме