27. Για τήν μνησικακία- θυμό Β' μέρος, Ἁββᾶ Δωρόθεου (8η Διδ), Ὁμιλ. Κζ΄, Ἱερομ. Σάββα Ἀγιορειτου

preview_player
Показать описание
27. Για τήν μνησικακία- Ὁ συσσωρευμένος θυμός (Β' μέρος), Ἁββᾶ Δωρόθεου-Ἀσκητικά (8η Διδασκαλία), Ὁμιλία Κζ΄, Ἀρχ. Σάββα Ἁγιορείτου, 22-12-2024

Συμβαίνει πολλές φορές νά βάζει κανείς μετάνοια στόν ἀδελφό του -ὅταν φυσικά ψυχρανθοῦν ἤ στενοχωρηθοῦν μεταξύ τους- καί νά παραμένει καί μετά τή μετάνοια λυπημένος καί ἔχοντας λογισμούς ἐναντίον του.

Δέν πρέπει αὐτός πού πολεμιέται ἀπό τούς λογισμούς ν’ ἀδιαφορήσει γιά τό θέμα, ἀλλά ἀμέσως νά τούς σταματήσει. Γιατί αὐτό εἶναι μνησικακία. Καί εἶναι ἀνάγκη νά προσέξει μέ ἄγρυπνη φροντίδα, νά μετανοήσει, ν’ ἀγωνιστεῖ, ὅπως εἶπα, γιά νά μήν μείνει πολύ καιρό μ’ αὐτούς τούς λογισμούς καί κινδυνεύσει. Γιατί μέ τό νά βάλει μετάνοια, ἁπλῶς συμμορφώνεται σέ μιά πρακτική ἐντολή καί προσωρινά ἀντιμετωπίζει τό θέμα τῆς ὀργῆς, ἀλλά δέν κάνει κανέναν ἀγώνα ἐναντίον τῆς μνησικακίας. Γι’ αὐτό καί παραμένει ἔχοντας τή λύπη ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του. Γιατί εἶναι ἄλλο πράγμα ἡ μνησικακία, ἄλλο ἡ ὀργή, ἄλλο ὁ θυμός καί ἄλλο ἡ ταραχή [Μ. Βασ. P.G. 31,369].

Καί σᾶς λέω ἕνα παράδειγμα, γιά νά καταλάβετε. Αὐτός πού ἀνάβει φωτιά, στήν ἀρχή ἔχει λίγη θράκα. Θράκα εἶναι ὁ πικρός λόγος τοῦ ἀδελφοῦ πού τόν λύπησε. Δές, ἡ θράκα ἔχει λίγη δύναμη. Γιατί, τί εἶναι μιά λεξούλα τοῦ ἀδελφοῦ σου; Ἄν τήν ὑποφέρεις ἔσβησες τή θράκα. Ἄν ὅμως ἀρχίσεις νά σκέπτεσαι:
– ‘Γιατί μοῦ τό ’πε; Καί ἐγώ μπορῶ νά τοῦ ἀπαντήσω. Ἄν δέν ἤθελε νά μέ στενοχωρήσει, δέν θά μοῦ τό ’λεγε. Καί, πιστέψτε με, θά τόν κανονίσω ἐγώ!’
Νά, ἔτσι βάζεις μικρά ξυλαράκια ἤ κάποιο ἄλλο προσάναμμα, ὅπως ἀκριβῶς κάνει αὐτός πού θέλει ν’ ἀνάψει φωτιά, καί γεμίζεις τόν τόπο μέ καπνό, πού εἶναι ἡ ταραχή. Ταραχή εἶναι ὁ ἀναβρασμός ἐμπαθῶν καί ἀτάκτων σκέψεων, πού ξεσηκώνουν τήν καρδιά καί τήν κάνουν ἐπιθετική κατά τοῦ πλησίον. Αὐτή δέ ἡ ἐπιθετική διάθεση κατά τοῦ ἀνθρώπου πού μᾶς στενοχώρησε, πολλές φορές παίρνει καί χαρακτήρα ἀπειλητικό, γιατί γίνεται καί ἐκδικητική, ὅπως ἀκριβῶς εἶπε καί ὁ ἀββᾶς Μάρκος: ‘Ἡ κακία πού γίνεται δεκτή μέ τό λογισμό, κάνει τήν καρδιά θυμώδη καί ἀπειλητική, ἐνῶ ὅταν πολεμηθεῖ μέ τήν προσευχή καί τήν ἐλπίδα προκαλεῖ μετάνοια καί συντριβή’ [P.G. 65, 908A].

Γιατί ἄν ὑπέφερες τόν ἀσήμαντο λόγο τοῦ ἀδελφοῦ σου, θά ἔσβηνες, ὅπως εἶπα, καί αὐτή τή λίγη θράκα, πρίν ξεσηκωθεῖ ἡ ταραχή. Ὅμως καί αὐτή, ἄν θέλεις, μπορεῖς εὔκολα νά τή σβήσεις, ὅσο εἶναι καιρός, μέ τή σιωπή, μέ τήν προσευχή, μέ μιά μετάνοια ὁλόκαρδη.

Ἄν ὅμως παραμείνεις βγάζοντας καπνό, μ’ αὐτό τόν τρόπο ἀποθρασύνεις καί ξεσηκώνεις τήν καρδιά σου στριφογυρίζοντας στό νοῦ σου:
– ‘Γιατί μοῦ τό ’πε; Μπορῶ νά τοῦ ἀπαντήσω καί ἐγώ’. Ἀπ’ ὅλο αὐτό τό βράσιμο καί τή διαμάχη τῶν λογισμῶν, μέ τούς ὁποίους ἡ καρδιά ἀνάβει καί ξεσηκώνεται μέ ἐμπάθεια, ἀνάβει τό πάθος τοῦ θυμοῦ. Γιατί θυμός εἶναι τό ξάναμμα τοῦ αἵματος, πού βρίσκεται γύρω ἀπ’ τήν καρδιά, ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος [Μ. Βασ. P.G. 30, 424A. Μ. Βασ. P.G. 31, 356C. Γρ. Νύσ. P.G. 44, 160D. Γρηγ. Ναζ. P.G. 37, 948. Εὐάγρ. P.G. 40, 1273. Γρηγ. Νύσ. P.G. 46, 56. Ἰωάν. Κλιμ. P.G. 88, 836D]. Νά, ἔτσι ἀνάβει ὁ θυμός, ἔτσι βρισκόμαστε στήν κατάσταση πού τήν λέμε ὀξυχολία. Ἄν λοιπόν θέλεις μπορεῖς νά τόν σβήσεις καί αὐτόν, πρίν φέρει τήν ὀργή. Ἄν ὅμως συνεχίσεις νά ταράζεις καί νά ταράζεσαι, μοιάζεις σάν κι αὐτόν πού ρίχνει ξύλα στή φωτιά καί μεγαλώνει τή φλόγα. Καί ἔτσι γίνονται τά ἀναμμένα κάρβουνα, πού εἶναι ἡ ὀργή.

Καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού εἶπε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ὅταν τόν ρώτησαν τί σημαίνει ἡ φράση: ὅπου δέν ὑπάρχει θυμός, σταματάει ἡ διαμάχη. Γιατί, ἄν στήν ἀρχή τῆς ταραχῆς, μόλις ἀρχίσει, ὅπως εἴπαμε, νά βγάζει καπνό καί νά πετάει μερικές σπίθες, προλάβει κανείς καί κατηγορήσει τόν ἑαυτόν του καί βάλει μετάνοια, πρίν ἀκόμα ξεσηκωθεῖ ἡ ταραχή καί γίνει θυμός, τότε μένει εἰρηνικός. Πάλι ἀφοῦ ἀνάψει ὁ θυμός, ἄν δέν ἡσυχάσει, ἀλλά ἀφήσει στήν ψυχή του τήν ταραχή καί τήν ἐκδικητικότητα, μοιάζει, ὅπως εἴπαμε, μ’ αὐτόν πού ρίχνει ξύλα στή φωτιά καί παραμένει ξαναμμένος μέχρι νά φτιάξει μεγάλα κάρβουνα.

Ὅπως ἀκριβῶς λοιπόν ἡ θράκα γίνεται κάρβουνα, πού ἀποθηκεύονται καί μένουν πολλά χρόνια χωρίς νά καταστρέφονται, καί ἄν τούς ρίξει κανείς νερό, δέν σαπίζουν, ἔτσι καί ἡ ὀργή. Ἄν μείνει πολύ καιρό στήν ψυχή γίνεται μνησικακία. Καί τότε, ἄν κανείς δέν χύσει τό αἷμα του, δέν ἀπαλλάσσεται ἀπ’ αὐτή.
Ἱ.Μ. Ἁγίας Τριάδος Ἐδέσσης
Рекомендации по теме