Θωμάς Μπακαλάκος - ΜΥΡΙΕΜ

preview_player
Показать описание
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.
Άγγελος Σικελιανός: Πνευματικό Εμβατήριο

Στίχοι-Μουσική-Ερμηνεία: Θωμάς Μπακαλάκος

"Ανοιχτή επιστολή" Δίσκος 1982

Μυριέμ θα σ’ αγαπώ
να δεις που εγώ κάθε πρωί
μες στη μικρή μας την αυλή
ποδιά στη μέση σου θα σου δένω.

Για τη δουλειά, αχ τι χαρά
εγώ να δένω και την ποδιά σου.
Για τη δουλειά.

Θα σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ
καθώς τ’ αλέτρι θα κρατώ.
Θα μ’ αγαπάς, θα μ’ αγαπάς
καθώς το χώμα θα τραβάς
για να ζεστάνεις τη παγωμένη φύτρα.

Θα σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ
καθώς θα κόβω τον καρπό.
Θα μ’ αγαπάς, θα μ’ αγαπάς
καθώς το μήλο θα κρατάς
και στη ζωή μας θα λιγοστεύει η πίκρα.

Μύριεμ είναι σκληρά τα νιάτα μας
πολλά παιδιά γεράσανε απ’ τη δουλειά
σαν πασχαλιές που φυτρώσαν
μες στην ξερολιθιά.

Χωρίς δροσιά η δυστυχία μας
στον αφέντη είναι χαρά.

Μα εγώ Μυριέμ θα σ’ αγαπώ
καθώς τ’ αλέτρι θα τραβώ.
Κι εσύ Μυριέμ θα μ’ αγαπάς
καθώς το χώμα θα κρατάς
για να ζεστάνεις τη παγωμένη φύτρα.

Θα σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ
καθώς θα κόβω τον καρπό.
Θα μ’ αγαπάς, θα μ’ αγαπάς
καθώς το μήλο θα κρατάς
και στη ζωή μας θα λιγοστεύει η πίκρα.

Μυριέμ όχι μην κλαις
μόνο να λες τα χρόνια αυτά
πολλά θ’ αλλάξουνε στη γη
για τα παιδιά μας θα είναι
πιο όμορφη η ζωή.

Αχ, η ζωή μ’ αυτό το δάκρυ σου
εσύ ποτίζεις τη ροδαυγή.

Κι εγώ Μυριέμ θα σ’ αγαπώ
καθώς τ’ αλέτρι θα τραβώ.
Κι εσύ Μυριέμ θα μ’ αγαπάς
καθώς το χώμα θα κρατάς
για να ζεστάνεις τη παγωμένη φύτρα.

Θα σ’ αγαπώ, θα σ’ αγαπώ
καθώς θα κόβω τον καρπό.
Θα μ’ αγαπάς, θα μ’ αγαπάς
καθώς το μήλο θα κρατάς
και στη ζωή μας θα λιγοστεύει η πίκρα.
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Έβαλε αλλού τριόργωτο και μαλακό χωράφι
εκτεταμένον, κάρπιμο και μέσα ζευγολάτες
πολλοί με τα ζευγάρια τους το εσχίζαν άνω κάτω.
Και όταν γυρίζαν κι έφθαναν στου χωραφιού την άκρην,
άνθρωπος τους επρόσφερνε ποτήρι όλο γεμάτο
γλυκό κρασί, κι εγύριζαν στες αυλακιές εκείνοι
πρόθυμοι του μεγάλου αγρού να φθάσουν εις την άκρην.
Μαυρίζει όπισθεν η γη και δείχνει αλετρισμένη
μ’ όλον οπού ’ναι ολόχρυση, της τέχνης μέγα θάμα.
– Ἰλιὰδα, Ραψωδία Σ΄ (540-548 Η ασπίδα του Αχιλλέα
Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς.

OrpheusDionysus