Μίκης Θεοδωράκης - ΑΡΝΗΣΗ,(Στο περιγιάλι το κρυφό) - Γρηγόρης Μπιθικώτσης

preview_player
Показать описание
Η ομορφιά, αλλά και το μεγαλείο της ποίησης, είναι πως ο καθένας μας μπορεί να ερμηνεύσει με διαφορετικό τρόπο την τεράστια πολυσημία της. Η «Άρνηση», είναι ένα ερωτικό ποίημα, αλλά και ποίημα που μπορεί να περικλείει ένα από τα προσφιλή θέματα του Σεφέρη, την τραγικότητα του ανθρώπου. Ξεκινάει με όνειρα, με επιθυμίες, αλλά και με πάθος για τη ζωή, αλλά που κάποια στιγμή συνειδητοποιεί πως η ζωή του είναι ένα μοιραίο λάθος. Βρίσκεται σε ένα λανθασμένο δρόμο κι αποφασίζει να αλλάξει ζωή.
Ο ερωτισμός του ποιήματος μαρτυρείται στον πρώτο στίχο με τη λέξη «κρυφό», μάλλον τόπος μυστικής συνάντησης, αλλά και από το γράψιμο του ονόματος στην άμμο που δηλώνει και την εφήμερη διάρκεια της ζωής – «και σβήστηκε η γραφή».
Είναι λίγες, σπάνιες και νοσταλγικές οι στιγμές για ένα ερωτευμένο ζευγάρι, να περπατάει σ’ ένα ερημικό, αμμουδερό ακρογιάλι πιασμένοι χέρι-χέρι… Η Άρνηση βρίσκεται πάντα μπροστά τους. Η Άρνηση της φύσης να σβήσει τη δίψα τους « μα το νερό γλυφό», η Άρνηση της αμμουδιάς να κρατήσει το χαραγμένο όνομα. Οι όμορφες και σπάνιες τέτοιες στιγμές είναι λίγες για όλους μας και τις χαιρόμαστε με μεγάλη και απερίγραπτη απόλαυση, αλλά «ωραία που φύσηξεν ο μπάτης» και πάνω στην αισθησιακή και οργασμική ομορφιά – πόσο φευγαλέο είναι αυτό το γράψιμο – και χάνονται τα πάντα στη γρήγορη ζωή μας. Ιδού η σκληρή και ταπεινωτική Άρνηση.
Και τέλος, η Άρνηση της ίδιας της ζωής να πραγματοποιήσουμε τα όνειρα και τις επιδιώξεις μας. Και πάντα με μελαγχολία παραδεχόμαστε το πεπρωμένο (η άνω τελεία το λέει αυτό!) και μοιραία αλλάζουμε ζωή. Είναι μία σημαντική ποιητική οικονομία του Σεφέρη.
Να θυμηθούμε εδώ πως όταν γινόταν η κηδεία του Σεφέρη, το 1971, τον καιρό της Δικτατορίας, με αυτό το τραγούδι χιλιάδες κόσμος συνόδεψε τον ποιητή στον τάφο.
ΘΩΜΑΣ Γ. ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ

Στίχοι: Γιώργος Σεφέρης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

"Επιφάνια" Δίσκος 1964

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της
Ωραία που φύσηξε ο μπάτης
και σβήστηκε η γραφή .

Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Όταν ηχογραφούσαμε, λέω στον Μπιθικώτση:
– Πρόσεξε την άνω τελεία. Εκεί που λες «πήραμε τη ζωή μας», βάλε παύση πριν πεις «λάθος».
Στ΄αυτιά μου είχα την προτροπή-παράκληση του ποιητή:
– Την άνω τελεία! Την άνω τελεία! Αλλιώτικα μου αντιστρέφεις το νόημα.
Τελικά όμως αυτό αποδείχθηκε ανεφάρμοστο στην πράξη, με αποτέλεσμα να ακουστεί η λέξη «λάθος» κολλητά στο «πήραμε τη ζωή μας», δίνοντας αντίθετο νόημα στο ποίημα. Όμως πόσο κατανοητό ήταν για το λαό, που ποιος λίγο, ποιος πολύ, είχε πάρει τη ζωή του λάθος…
Ο πιστός φίλος του ποιητή Γιώργος Σαββίδης θα γράψει: Το «Περιγιάλι» έγινε μια καινούρια «Ξανθούλα».
Έτσι το θέρος του ΄62, μαζί με τον Σεφέρη, τον Σαββίδη, τον Γιωργάκη Παπανδρέου και τον πατέρα μου, τριγυρνάγαμε ένα ολόκληρο βράδυ στην Πλάκα από ταβέρνα σε ταβέρνα, γιατί ο ποιητής ήθελε να δει με τα ίδια του τα μάτια και ν΄ακούσει με τα ίδια του τ΄αυτιά τους καλλιτέχνες και το κοινό σε όλα τα μαγαζιά να τραγουδούν το ΠΕΡΙΓΙΑΛΙ ΤΟ ΚΡΥΦΟ…
Ποτέ ίσως ένας Σεφέρης δεν είχε γίνει σαν μικρό παιδί. Γελούσε, έλαμπε ολόκληρος από ευτυχία, και νομίζω πως εκείνη τη βραδιά επέτρεψε στη τόσο αυστηρή του καρδιά να με αγαπήσει. Στο μέτρο φυσικά του επιτρεπτού για έναν διπλωμάτη…

Μίκης Θεοδωράκης

OrpheusDionysus