filmov
tv
'Να αδράξεις το σκοτάδι' Αργύρης Λούλατζης & Νίκος Σαπουντζάκης

Показать описание
Στίχοι: Αργύρης Λούλατζης
Μουσική: Αργύρης Λούλατζης Φωνητικά: Σαπουντζάκης Νίκος
Υπνωτισμένα ριγούν τα κύματα και ξενυχτάν χαράματα
κι οι ανεμώνες φυτρώνουν ήσυχα στης σκέψης τα χαλάσματα.
Τώρα σαν τότε, γυμνός και άδηλος, στη λογική της τρέλας σου
νηφάλιος.
Δε σου ταίριαξαν τα δήθεν των πολλών, οι αγάπες των
περαστικών.
Να αδράξεις το σκοτάδι.
Θα γιάνουνε οι χαρακιές, σου το `χα πει πολλές φορές,
είναι οι πληγές μας σαν συνήθειες.
Το γνώρισες κι εσύ καλά, πως κι οι αγγέλοι με φτερά δεν τις
αντέχουν τις αλήθειες.
Να αδράξεις το σκοτάδι.
Τώρα όπως τότε στην παραζάλη σου, στα μισοσκόταδα του νου
της πάλης σου.
Σεληνιασμένος μες στην ελπίδα σου, αρχαίος πόθος η ζωή,
η αχτίδα σου.
Να αδράξεις το σκοτάδι.
Το τραγούδι είναι βασισμένο και εμπνευσμένο από το ποίημα ''12 εις την 13'' από την ποιητική συλλογή ''Εις Πεδίον Άλφα Κενταύρου'' του Μακάριου Σιγάλα.
Διάφανα σύννεφα νοτισμένα με όνειρα,
τα χρόνια της αθωότητας,
φιλεύουν ραπίσματα οδύνης
στο διάβα του ζευγολάτη χρόνου του τιμωρού,
που κυβερνά και ορίζει
τα ευχολόγια ζευγαρωμένων προσευχών
και τις κοφτές γραμμές
από της παραδουλεύτρας μοίρας την παλάμη.
Αυτές τις δόλιες ξέπλυνε με οξύ καυτό,
από του μύρου τις οσμές τις φιλντισένιες
και απ’ τις φωνές του Νότου,
ο Θερμαστής της Αργούς,
της χρυσομαλλούσας .
Γυμνός και άδηλος να στέκεις
στο χείλος της λογικής ,
για μια στιγμή μονάχα,
με το λυγμό του βιολιστή
να μαρτυράει τα αφανέρωτα,
του ήχου αλήθειες,
του έρωτα πνιχτές αναπνοές,
το δεντρολίβανο από την Πανήγυρι
του Αη Γιωργιού, του Ξεχρεωτή,
πως αλλιώς,
αφού ξεπεζέψαμε τον Κεραυνό.
Τώρα σαν τότε που έπρεπε,
τα νερωμένα λόγια οι φταίχτες
μήτε τα νεκρωμένα μάτια τα θολά,
από τ’ αγκάθι του αχινού,
αυτό το βράδυ του μαύρου Ιούλη,
που βούτηξες μες το Φεγγάρι
να βρεις μαργαριτάρια και τρυπήθηκες.
Σου ήρθε ο κόσμος και σου φανερώθηκε,
εκεί στα κρύα τσιμεντένια σκαλοπάτια
και έφυγε από τα σκαλοπάτια πάλι,
με το κεφάλι γερτό,
μα γυρισμένο στο μέρος της καρδιάς
που απαρνήθηκε τρείς φορές,
προτού σκλαβωθεί
στους τρεις χτύπους του βλεφάρου,
που σφράγισε με αλάτι χοντρό,
για προστασία.
Πότε το δριμύ θα με ευλογήσει με τα αμόλυντα,
μονολογείς,
πότε θα αράξει ο Ναυτίλος
στης παραζάλης τις ξερολιθιές
και ο μεθοκόπος Θάνατος
θα αναστενάξει φωτιά,
γιατί θέλεις,
θέλεις να βιώσεις τα ύστερα,
έστω ξενυχτισμένος ,
έστω ρακένδυτος,
έστω διάτρητος και ξεσκισμένος
απ’ τα γαμψά νύχια των Στυμφαλίδων.
Υπνωτισμένα κύματα
ριγούν της σκέψης τα χαλάσματα
κι όμως φυτρώνουν ανεμώνες
στα κακοτράχαλα ακόμα,
για μια ντουζίνα αιώνες φύτρωναν,
ως που να συγκατατεθεί
ο γραίος και ο γαρμπής,
ο λεβάντες και ο πουνέντες.
Ποτέ δεν σε κατάλαβε ,
ποτέ δεν θα σε νιώσει
και το χεις κρίμα,
γιατί δεν πίστεψε
πως δεν σου ταίριαξαν
τα δήθεν των πολλών,
τα κίβδηλα και τα μαρμαρωμένα.
Προχώρα γοργά,
τι τα θές τα στολίδια
αφού μαραίνονται τα κρίνα και ξεψυχούν,
προχώρα και μην κοιτάς
να αναστήσεις τα πεθαμένα,
γλυκόπικρα θα δίνεις τα φιλιά,
προχώρα και έχεις συμπαραστάτη άξιο,
καημένε,
τον λόγο του καταραμένου,
που καθρεπτίζει στην ψυχή σου,
μια στο άσπρο
και μια στο πράσινο των ματιών.
Θα γιάνουν οι χαρακιές,
το ξέρεις,
δεν αντέχουν οι άνθρωποι αλήθειες,
το γνώρισες καλά
και πότισες στο σώμα σου
το στίγμα των αγγέλων,
μια ψαλμωδία αρχέγονη
που μουρμουράει στα Ινδικά,
πως γίνεται ο Άπειρος
να αδράξει το σκοτάδι
και πως ο μαύρος γίνεται
Ένα μέσα στο φως,
τις ώρες που ερωτεύεται,
τις ώρες που αδειάζουνε
τα ηφαίστεια του νου.
Μουσική: Αργύρης Λούλατζης Φωνητικά: Σαπουντζάκης Νίκος
Υπνωτισμένα ριγούν τα κύματα και ξενυχτάν χαράματα
κι οι ανεμώνες φυτρώνουν ήσυχα στης σκέψης τα χαλάσματα.
Τώρα σαν τότε, γυμνός και άδηλος, στη λογική της τρέλας σου
νηφάλιος.
Δε σου ταίριαξαν τα δήθεν των πολλών, οι αγάπες των
περαστικών.
Να αδράξεις το σκοτάδι.
Θα γιάνουνε οι χαρακιές, σου το `χα πει πολλές φορές,
είναι οι πληγές μας σαν συνήθειες.
Το γνώρισες κι εσύ καλά, πως κι οι αγγέλοι με φτερά δεν τις
αντέχουν τις αλήθειες.
Να αδράξεις το σκοτάδι.
Τώρα όπως τότε στην παραζάλη σου, στα μισοσκόταδα του νου
της πάλης σου.
Σεληνιασμένος μες στην ελπίδα σου, αρχαίος πόθος η ζωή,
η αχτίδα σου.
Να αδράξεις το σκοτάδι.
Το τραγούδι είναι βασισμένο και εμπνευσμένο από το ποίημα ''12 εις την 13'' από την ποιητική συλλογή ''Εις Πεδίον Άλφα Κενταύρου'' του Μακάριου Σιγάλα.
Διάφανα σύννεφα νοτισμένα με όνειρα,
τα χρόνια της αθωότητας,
φιλεύουν ραπίσματα οδύνης
στο διάβα του ζευγολάτη χρόνου του τιμωρού,
που κυβερνά και ορίζει
τα ευχολόγια ζευγαρωμένων προσευχών
και τις κοφτές γραμμές
από της παραδουλεύτρας μοίρας την παλάμη.
Αυτές τις δόλιες ξέπλυνε με οξύ καυτό,
από του μύρου τις οσμές τις φιλντισένιες
και απ’ τις φωνές του Νότου,
ο Θερμαστής της Αργούς,
της χρυσομαλλούσας .
Γυμνός και άδηλος να στέκεις
στο χείλος της λογικής ,
για μια στιγμή μονάχα,
με το λυγμό του βιολιστή
να μαρτυράει τα αφανέρωτα,
του ήχου αλήθειες,
του έρωτα πνιχτές αναπνοές,
το δεντρολίβανο από την Πανήγυρι
του Αη Γιωργιού, του Ξεχρεωτή,
πως αλλιώς,
αφού ξεπεζέψαμε τον Κεραυνό.
Τώρα σαν τότε που έπρεπε,
τα νερωμένα λόγια οι φταίχτες
μήτε τα νεκρωμένα μάτια τα θολά,
από τ’ αγκάθι του αχινού,
αυτό το βράδυ του μαύρου Ιούλη,
που βούτηξες μες το Φεγγάρι
να βρεις μαργαριτάρια και τρυπήθηκες.
Σου ήρθε ο κόσμος και σου φανερώθηκε,
εκεί στα κρύα τσιμεντένια σκαλοπάτια
και έφυγε από τα σκαλοπάτια πάλι,
με το κεφάλι γερτό,
μα γυρισμένο στο μέρος της καρδιάς
που απαρνήθηκε τρείς φορές,
προτού σκλαβωθεί
στους τρεις χτύπους του βλεφάρου,
που σφράγισε με αλάτι χοντρό,
για προστασία.
Πότε το δριμύ θα με ευλογήσει με τα αμόλυντα,
μονολογείς,
πότε θα αράξει ο Ναυτίλος
στης παραζάλης τις ξερολιθιές
και ο μεθοκόπος Θάνατος
θα αναστενάξει φωτιά,
γιατί θέλεις,
θέλεις να βιώσεις τα ύστερα,
έστω ξενυχτισμένος ,
έστω ρακένδυτος,
έστω διάτρητος και ξεσκισμένος
απ’ τα γαμψά νύχια των Στυμφαλίδων.
Υπνωτισμένα κύματα
ριγούν της σκέψης τα χαλάσματα
κι όμως φυτρώνουν ανεμώνες
στα κακοτράχαλα ακόμα,
για μια ντουζίνα αιώνες φύτρωναν,
ως που να συγκατατεθεί
ο γραίος και ο γαρμπής,
ο λεβάντες και ο πουνέντες.
Ποτέ δεν σε κατάλαβε ,
ποτέ δεν θα σε νιώσει
και το χεις κρίμα,
γιατί δεν πίστεψε
πως δεν σου ταίριαξαν
τα δήθεν των πολλών,
τα κίβδηλα και τα μαρμαρωμένα.
Προχώρα γοργά,
τι τα θές τα στολίδια
αφού μαραίνονται τα κρίνα και ξεψυχούν,
προχώρα και μην κοιτάς
να αναστήσεις τα πεθαμένα,
γλυκόπικρα θα δίνεις τα φιλιά,
προχώρα και έχεις συμπαραστάτη άξιο,
καημένε,
τον λόγο του καταραμένου,
που καθρεπτίζει στην ψυχή σου,
μια στο άσπρο
και μια στο πράσινο των ματιών.
Θα γιάνουν οι χαρακιές,
το ξέρεις,
δεν αντέχουν οι άνθρωποι αλήθειες,
το γνώρισες καλά
και πότισες στο σώμα σου
το στίγμα των αγγέλων,
μια ψαλμωδία αρχέγονη
που μουρμουράει στα Ινδικά,
πως γίνεται ο Άπειρος
να αδράξει το σκοτάδι
και πως ο μαύρος γίνεται
Ένα μέσα στο φως,
τις ώρες που ερωτεύεται,
τις ώρες που αδειάζουνε
τα ηφαίστεια του νου.