filmov
tv
Εφταλιώτης Αργύρης «Η τρελή», διήγημα

Показать описание
Αφηγήσεις Β.Αρβανιταντώνη(Vassiliki's audiobooks)
Η Βασιλική Αρβανιταντώνη διαβάζει το διήγημα «Η τρελή» του Αργύρη Εφταλιώτη.
Εφταλιώτης Αργύρης (1849-1924). Γεννήθηκε στο Μόλυβο της Λέσβου. Φιλολογικό ψευδώνυμο (από την Εφταλού, ένα παραθαλάσσιο χωριό του νησιού) του Κλεάνθους Μιχαηλίδη. Το έργο του διακρίνεται σε ποιητικό, πεζογραφικό και μεταφραστικό. «Η τρελή» περιέχεται στο βιβλίο του "Νησιώτικες Ιστορίες".
Αν σας αρέσει η αφήγησή μου, αφήστε ένα like και κάντε εγγραφή στο κανάλι μου για να ενημερώνεστε κάθε φορά που αναρτώ νέα αφήγηση και κοινοποίηση σε κάποιον/α φίλο/η σας.
#λογοτεχνία #audiobooks #audiobook #audiobooksfree #αγάπη
Διαβάστε παρακάτω το διήγημα «Η τρελή» του Αρύρη Εφταλιώτη.
Εκεί, στη μοναχική την ακρογιαλιά, με τα μικρά μικρά τα χαλίκια, τα στρογγυλά και κιτρινωπά σα μαργαριτάρια, με τους κάβους από τις δύο μεριές, που μπορούσε άνθρωπος να μιλάει από τον έναν, και στον άλλονε να στέκεσαι και ν’ ακούς, σ’ εκείνη την παράμερη κόχη που έφεγγε από χάρη σα να ήταν ότι την έβγαλε ο Πλάστης από τ’ αθάνατα χέρια του, που έπαιζαν τα δελφίνια ως κοντά στα ρηχά, που τα κύματα δεν τα χόρταιναν τα χαλίκια, μόνο τα ‘γλειφαν κι όλο τα ‘γλειφαν, που ψυχή δεν κατέβαινε, παρά ίσως να δοκιμάσει καινούρια τύχη με τ’ αγκίστρι ή με το πεζοβόλι ―εκεί έβλεπες κάποτες ολομόναχη την τρελή, κοπέλα ως εικοσιπέντε χρονώ, μόνο που ήταν το πρόσωπό της χλωμό, και τα μάτια της άγρια. Μήτε τάξιμο, μήτε διάβασμα δεν έσωνε να τη γλυτώσει από το μεγάλο κακό που την τυραννούσε. Κι ωστόσο, σαλεμένος καθώς ήταν ο νους της, η καρδιά της ήτανε γνωστικής γυναίκας καρδιά! Τον αγαπούσε ακόμα τον αρραβωνιαστικό της, και τον περίμενε να γυρίσει πίσω και να την πάρει. Ο νους της, σα μερικούς φίλους, που αντίς να μας παρηγορούνε σιωπώντας, μας μεγαλώνουν τον πόνο μ’ ανωφέλητα λόγια, ήταν κι αυτής της καημένης ο μεγαλύτερός της εχτρός. Της έλεγε ο νους της, πως δεν πνίγηκε ο καλός της τρία χρονιά τώρα σε κείνη την τρομερή τη φουρτούνα που έστρωσε με φύκια αυτό το περιγιάλι από την μιαν άκρη στην άλλη, μόνο πως αρμένιζε ακόμα κι ερχότανε στην καλή του. Και κάθε φορά που έβλεπε καΐκι να περνάει, ή ψαράδικο να κατεβαίνει κατά τα μέρη εκείνα, έβγαινε η ταλαίπωρη από το καλύβι, που ένας αδερφός τη φύλαγε δουλεύοντας σε πλαγινό χωραφάκι, κι έτρεχε κατά το γιαλό, και στεκότανε στα χαλίκια με το ‘να χέρι απάνω από τα μάτια της, και στ’ άλλο χέρι ένα μαντήλι, να τόνε χαιρετήσει τον αγαπημένο της, που ήρχουνταν τώρα πια. Το ‘βλεπες το καρδιοχτύπι της σε κείνο το στόμα το κλαψογελαστό, στα χέρια που τρέμανε, σ’ όλο της το κορμί. Στέκουνταν αμίλητη και δίχως να γυρίζει το κεφάλι της από το καΐκι, παρά σαν κατέβαινε κατόπι της ο αδερφός της να τήνε φέρει πίσω. Πηδούσε άξαφνα από τις καλαμιές των χωραφιών, πήγαινε κοντά της, την έπιανε από το χέρι, και την έπαιρνε λέγοντας, πως δεν ήταν αυτό το καΐκι, μόνο τ’ άλλο που θα φανεί σε λιγάκι.
Περνούσε και τ’ άλλο καΐκι και ξανάρχιζε η ίδια η ιστορία.
Τη στερνή τη φορά που κατέβηκε η τρελή, δεν είχε η ακρογιαλιά εκείνη τη συνηθισμένη της ήμερη γλύκα. Την έδερνε η θάλασσα μανιασμένη, κι οι αφροί τα κατρακυλούσαν αλύπητα τα μαργαριταρένια χαλίκια. Στους κάβους τα κύματα ξεσπούσαν κι ανέβαιναν σαν άσπρες κολόνες, κι ύστερα κατέβαιναν σαν άσπρη βροχή. Ο άνεμος τις λύγιζε τις καλαμιές ως τη γης, και τα μαλλιά της κακόμοιρης πηγαίνανε να πετάξουν κι αυτά με τον άνεμο. Αυτή όμως πάλι ασάλευτη, πάλι αμίλητη και με τα μάτια της στηλωμένα προς το καχότυχο το καΐκι, που μια ώρα τώρα έκανε τρομερή παλαίστρα με τα φρενιασμένα τα κύματα, που είχε χαμένο το μεγαλύτερο του πανί, και κάτι χειρότερο από χαμένο, γιατί ξεσκισμένο πηγαινοερχότανε με τον άνεμο, και δύναμη ανθρώπου να το συμμαζέψει δεν έφτανε. Ζητούσε βόλτα να κόψει, και να κατεβεί σ’ ένα ψαράδικο λιμάνι πίσω από τον κάβο.
Εκεί απάνω έρχεται πάλι ο καλός αδερφός και ζητάει να την πάρει πίσω.
― Αχ, στάσου, και θα βουλιάξει, θα πνιγεί, θα πνιγεί ο ακριβός μου! φωνάζει η δύστυχη μ’ απελπισμένη φωνή.
Και καθώς το ‘λεγε, γύρισε το καΐκι στο ‘να του πλάγι και πήγαινε κάτω σιγανά σιγανά.
Έπεσε η ταλαίπωρη χάμου σαν πέτρα. Το πρόσωπό της γυρισμένο απάνω, και τα χέρια της απλωμένα ίσια, σα να την είχανε σταυρωμένη.
Τα μάτια της ήτανε θαμπά σαν το συννεφιασμένο τον ουρανό. Τα σύννεφα πέρασαν, η θάλασσα καλοσύνεψε πάλι, μα της τρελής η ζωή δεν ξαναγύρισε πια.
Η Βασιλική Αρβανιταντώνη διαβάζει το διήγημα «Η τρελή» του Αργύρη Εφταλιώτη.
Εφταλιώτης Αργύρης (1849-1924). Γεννήθηκε στο Μόλυβο της Λέσβου. Φιλολογικό ψευδώνυμο (από την Εφταλού, ένα παραθαλάσσιο χωριό του νησιού) του Κλεάνθους Μιχαηλίδη. Το έργο του διακρίνεται σε ποιητικό, πεζογραφικό και μεταφραστικό. «Η τρελή» περιέχεται στο βιβλίο του "Νησιώτικες Ιστορίες".
Αν σας αρέσει η αφήγησή μου, αφήστε ένα like και κάντε εγγραφή στο κανάλι μου για να ενημερώνεστε κάθε φορά που αναρτώ νέα αφήγηση και κοινοποίηση σε κάποιον/α φίλο/η σας.
#λογοτεχνία #audiobooks #audiobook #audiobooksfree #αγάπη
Διαβάστε παρακάτω το διήγημα «Η τρελή» του Αρύρη Εφταλιώτη.
Εκεί, στη μοναχική την ακρογιαλιά, με τα μικρά μικρά τα χαλίκια, τα στρογγυλά και κιτρινωπά σα μαργαριτάρια, με τους κάβους από τις δύο μεριές, που μπορούσε άνθρωπος να μιλάει από τον έναν, και στον άλλονε να στέκεσαι και ν’ ακούς, σ’ εκείνη την παράμερη κόχη που έφεγγε από χάρη σα να ήταν ότι την έβγαλε ο Πλάστης από τ’ αθάνατα χέρια του, που έπαιζαν τα δελφίνια ως κοντά στα ρηχά, που τα κύματα δεν τα χόρταιναν τα χαλίκια, μόνο τα ‘γλειφαν κι όλο τα ‘γλειφαν, που ψυχή δεν κατέβαινε, παρά ίσως να δοκιμάσει καινούρια τύχη με τ’ αγκίστρι ή με το πεζοβόλι ―εκεί έβλεπες κάποτες ολομόναχη την τρελή, κοπέλα ως εικοσιπέντε χρονώ, μόνο που ήταν το πρόσωπό της χλωμό, και τα μάτια της άγρια. Μήτε τάξιμο, μήτε διάβασμα δεν έσωνε να τη γλυτώσει από το μεγάλο κακό που την τυραννούσε. Κι ωστόσο, σαλεμένος καθώς ήταν ο νους της, η καρδιά της ήτανε γνωστικής γυναίκας καρδιά! Τον αγαπούσε ακόμα τον αρραβωνιαστικό της, και τον περίμενε να γυρίσει πίσω και να την πάρει. Ο νους της, σα μερικούς φίλους, που αντίς να μας παρηγορούνε σιωπώντας, μας μεγαλώνουν τον πόνο μ’ ανωφέλητα λόγια, ήταν κι αυτής της καημένης ο μεγαλύτερός της εχτρός. Της έλεγε ο νους της, πως δεν πνίγηκε ο καλός της τρία χρονιά τώρα σε κείνη την τρομερή τη φουρτούνα που έστρωσε με φύκια αυτό το περιγιάλι από την μιαν άκρη στην άλλη, μόνο πως αρμένιζε ακόμα κι ερχότανε στην καλή του. Και κάθε φορά που έβλεπε καΐκι να περνάει, ή ψαράδικο να κατεβαίνει κατά τα μέρη εκείνα, έβγαινε η ταλαίπωρη από το καλύβι, που ένας αδερφός τη φύλαγε δουλεύοντας σε πλαγινό χωραφάκι, κι έτρεχε κατά το γιαλό, και στεκότανε στα χαλίκια με το ‘να χέρι απάνω από τα μάτια της, και στ’ άλλο χέρι ένα μαντήλι, να τόνε χαιρετήσει τον αγαπημένο της, που ήρχουνταν τώρα πια. Το ‘βλεπες το καρδιοχτύπι της σε κείνο το στόμα το κλαψογελαστό, στα χέρια που τρέμανε, σ’ όλο της το κορμί. Στέκουνταν αμίλητη και δίχως να γυρίζει το κεφάλι της από το καΐκι, παρά σαν κατέβαινε κατόπι της ο αδερφός της να τήνε φέρει πίσω. Πηδούσε άξαφνα από τις καλαμιές των χωραφιών, πήγαινε κοντά της, την έπιανε από το χέρι, και την έπαιρνε λέγοντας, πως δεν ήταν αυτό το καΐκι, μόνο τ’ άλλο που θα φανεί σε λιγάκι.
Περνούσε και τ’ άλλο καΐκι και ξανάρχιζε η ίδια η ιστορία.
Τη στερνή τη φορά που κατέβηκε η τρελή, δεν είχε η ακρογιαλιά εκείνη τη συνηθισμένη της ήμερη γλύκα. Την έδερνε η θάλασσα μανιασμένη, κι οι αφροί τα κατρακυλούσαν αλύπητα τα μαργαριταρένια χαλίκια. Στους κάβους τα κύματα ξεσπούσαν κι ανέβαιναν σαν άσπρες κολόνες, κι ύστερα κατέβαιναν σαν άσπρη βροχή. Ο άνεμος τις λύγιζε τις καλαμιές ως τη γης, και τα μαλλιά της κακόμοιρης πηγαίνανε να πετάξουν κι αυτά με τον άνεμο. Αυτή όμως πάλι ασάλευτη, πάλι αμίλητη και με τα μάτια της στηλωμένα προς το καχότυχο το καΐκι, που μια ώρα τώρα έκανε τρομερή παλαίστρα με τα φρενιασμένα τα κύματα, που είχε χαμένο το μεγαλύτερο του πανί, και κάτι χειρότερο από χαμένο, γιατί ξεσκισμένο πηγαινοερχότανε με τον άνεμο, και δύναμη ανθρώπου να το συμμαζέψει δεν έφτανε. Ζητούσε βόλτα να κόψει, και να κατεβεί σ’ ένα ψαράδικο λιμάνι πίσω από τον κάβο.
Εκεί απάνω έρχεται πάλι ο καλός αδερφός και ζητάει να την πάρει πίσω.
― Αχ, στάσου, και θα βουλιάξει, θα πνιγεί, θα πνιγεί ο ακριβός μου! φωνάζει η δύστυχη μ’ απελπισμένη φωνή.
Και καθώς το ‘λεγε, γύρισε το καΐκι στο ‘να του πλάγι και πήγαινε κάτω σιγανά σιγανά.
Έπεσε η ταλαίπωρη χάμου σαν πέτρα. Το πρόσωπό της γυρισμένο απάνω, και τα χέρια της απλωμένα ίσια, σα να την είχανε σταυρωμένη.
Τα μάτια της ήτανε θαμπά σαν το συννεφιασμένο τον ουρανό. Τα σύννεφα πέρασαν, η θάλασσα καλοσύνεψε πάλι, μα της τρελής η ζωή δεν ξαναγύρισε πια.
Комментарии