filmov
tv
Σαν πάς πουλί μου στο Μωριά (Του Κατσαντώνη)

Показать описание
Κλέφτικο Μοραΐτικο.
Αντώνης Κατσαντώνης, το λιοντάρι της κλεφτουριάς.
Ο πατέρας του Κατσαντώνη, ο Γιάννης Μακρυγιάννης, καταγόταν από το Βασταβέτσι και εγκαταστάθηκε στην περιοχή των Αγράφων, γύρω στο 1750, προφανώς για μεγαλύτερη ασφάλεια της οικογένειας και των κοπαδιών του, από τις ληστρικές επιδρομές των Τουρκαλβανών.
Καρπός του γάμου του Σαρακατσάνου αρχιτσέλιγκα με την Αγραφιωτοπούλα Αρετή ήταν ο Κατσαντώνης, του οποίου το όνομα έγινε ξακουστό σε όλη την πατρίδα.
Ο Κατσαντώνης είχε άλλα τέσσερα αδέρφια:
Τον Κώστα Λεπενιώτη, που ονομάστηκε έτσι επειδή γεννήθηκε στη Λεπενού του Ξερομέρου, όπου ξεχειμωνιάζαν τα κοπάδια του πατέρα του.
Τον Γιώργο Χασιώτη, που πήρε αυτό το όνομα επειδή πιθανότατα γεννήθηκε στα Χάσια.
Τον Χρήστο Κούτσικο, που τον ονόμασαν σκωπτικά έτσι, επειδή ήταν κι αυτός μικρόσωμος όπως και ο Αντώνης.
Και, τέλος την Αικατερίνη.
Ο Επ. Φραγγίστας, γιος του Γιάννη Φραγγίστα, πρωτοπαλίκαρου του Κατσαντώνη, προσδιορίζει το 1777 ως χρόνο γέννησής του. Άλλοι όμως σημαντικοί ερευνητές, όπως ο Π.Ι. Βασιλείου, ο Δ. Σταμέλος, ο Καρασμάνης, ο Ι. Τσιγκόλης κ.λ.π. θεωρούν ως πιθανότερη χρονολογία γέννησής του το 1775.
Τον Κατσαντώνη βάφτισε (κατά πάσα πιθανότητα) ο ξακουστός καπετάν Δίπλας και του έδωσε το όνομα Αντώνης. Μάλιστα η τοπική παράδοση θέλει να εμφανίζεται ένα απόσπασμα Τουρκαλβανών την ώρα του μυστηρίου. Ο νουνός (και θείος του) άφησε το μυστήριο στη μέση. Απίθωσε το παιδί μπροστά στην Αγία Τράπεζα και έτρεξε με τα παλικάρια του να κυνηγήσει τον εχθρό. Το γεγονός αυτό ο ιερέας που τελούσε το μυστήριο θεώρησε ότι προοιωνίζεται πολυτάραχη ζωή για το παιδί!
Όταν ο Κατσαντώνης ήταν 23 ετών τον συνέβαλε κάποιος Μπουλούμπασης, κάπου στα χειμαδιά, στην περιοχή του Βάλτου ή του Ξηρομέρου, με τον ισχυρισμό ότι είχε κλέψει μια γίδα! Από μόνη της η κατηγορία είναι αστεία, γιατί ο πατέρας του ήταν αρχιτσέλιγκας! Επί δύο μέρες τον βασάνισε άγρια, με απώτερο σκοπό να πάρει λύτρα, τακτική που εφάρμοζαν συχνά οι δερβεναγάδες. Τελικά, ο γέρο Μακρυγιάννης πούλησε ότι είχε και δεν είχε για να πετύχει την απελευθέρωσή του παιδιού του.
Εκείνη η οδυνηρή περιπέτεια έκαμε άλλον άνθρωπο τον Κατσαντώνη. Μίσησε θανάσιμα τον κατακτητή και αποφάσισε να πάρει τ’ άρματα και να εκδικηθεί.
Ο Αντώνης όμως, ήταν μικρόσωμος, αδύνατος και ασθενικός. Δεν έδινε την εντύπωση ότι μπορεί να κρατήσει ντουφέκι.
Γι’ αυτό όταν η μάνα του, που του είχε ξεχωριστή αδυναμία, τον άκουσε να λέει ότι θα πάρει τ’ άρματα, τον ικέτευε συνεχώς ν’ αλλάξει γνώμη. «Κατσ’ Αντώνη», του έλεγε με σπαραγμό ψυχής, γιατί πίστευε ότι δεν θα άντεχε στη σκληρή και ανελέητη ζωή του κλέφτη.
Ο Αντώνης, αν και υπεραγαπούσε τη μάνα του, τελικά ακολούθησε εκείνο που του υπαγόρευε η φλογερή ιδιοσυγκρασία του. Έτρεξε κοντά στο θείο και νουνό του, τον καπετάν Δίπλα. Του διηγήθηκε τα καθέκαστα με τον Μπουλούμπαση, καθώς και τις απεγνωσμένες παρακλήσεις της μάνας του, που επαναλάμβανε συνεχώς την προτροπή «κατσ’ Αντώνη».
Εκείνες οι δύο λέξεις έγιναν αφορμή να τον φωνάζουν περιπαιχτικά (για ένα διάστημα) «Κατσαντώνη» οι κλέφτες του Δίπλα, αλλά και τ’ αδέρφια του.
Ο Κατσαντώνης, που στο μεταξύ πολύ γρήγορα μεγάλωσε σημαντικά τη δύναμή του με πολλά παλικάρια, μεταξύ των οποίων και τα αδέρφια του Κώστα Λεπενιώτη και Γιώργο Χασιώτη, εξαπέλυσε αδιάκοπο πόλεμο κατά του κατακτητή.
Τον χτυπούσε παντού. Μέρα και νύχτα. Τ’ ασκέρια του Αλή πασά, για πρώτη φορά, ζούσαν έναν πραγματικό εφιάλτη. Πουθενά δεν ένιωθαν ασφαλείς.
Είναι κάπου στα 1807 στα Γιάννενα του Αλη Πασά. Ο τύραννος μετά από πολλές και μακροχρόνιες προσπάθειες καταφέρνει να συλλάβει – με προδοσία πάντα – τον μεγαλύτερο ήρωα που γέννησε ως τότε αυτός ο τόπος και δηλωμένο εχθρό του Πασά, τον Κατσαντώνη, μαζί με τα παλικάρια του. Μαζί του πιάνει και τον αδελφό του ήρωα, τον Χασιώτη.
Διατάζει τους δήμιούς του να αλυσοδέσουν τον Κατσαντώνη και τα παλικάρια του στην αυλή του σαραγιού του, κάτω απ’ τον μεγάλο πλάτανο, και να τους σπάσουν όλα τα κόκαλα του σώματός τους με σφυρί κι αμόνι! Ο ήρωας Κατσαντώνης απ’ τις κακουχίες και τη βαριά αρρώστια λίγο άντεξε το βασανιστήριο και έγειρε λιπόθυμος. Λίγες μέρες αργότερα θα άφηνε την τελευταία του πνοή στα μπουντρούμια του Πασά.
Το πιο ηρωικό τέλος όμως το είχε ο αδελφός του Κατσαντώνη, ο Χασιώτης.. Κοντά πέντε ώρες βαρούσαν τον τελευταίο μαρτυρικό ήρωα οι βασανιστές του για να τον τελειώσουν. Έτσι «έσβησε» ο Χασιώτης, ο κλέφτης, ο αδελφός του Κατσαντώνη. Εκείνοι προτίμησαν τον ηρωικό θάνατο, να πεθάνουν ελεύθεροι, παρά σκλάβοι και ατιμωμένοι. Προτίμησαν το μαρτύριο από τις θέσεις, τα πλούτη και τα αξιώματα του τυράννου.
Ο ξακουστός αρματολός έγινε σύμβολο, τραγούδι και απαντοχή όχι μόνο στα Ευρυτανικά, τα Θεσσαλικά, τα Ηπειρωτικά ή του Βάλτου τα βουνά, αλλά όλου του ελληνισμού. Η αξιοσύνη του, η ευφυία του, το ελεύθερο και ανυπότακτο πνεύμα του, η μεγαλοψυχία του, η βαθιά Θρησκευτική πίστη του και η περιφρόνηση στο θάνατο, τον κατέστησαν συνώνυμο με το θρύλο.
Αντώνης Κατσαντώνης, το λιοντάρι της κλεφτουριάς.
Ο πατέρας του Κατσαντώνη, ο Γιάννης Μακρυγιάννης, καταγόταν από το Βασταβέτσι και εγκαταστάθηκε στην περιοχή των Αγράφων, γύρω στο 1750, προφανώς για μεγαλύτερη ασφάλεια της οικογένειας και των κοπαδιών του, από τις ληστρικές επιδρομές των Τουρκαλβανών.
Καρπός του γάμου του Σαρακατσάνου αρχιτσέλιγκα με την Αγραφιωτοπούλα Αρετή ήταν ο Κατσαντώνης, του οποίου το όνομα έγινε ξακουστό σε όλη την πατρίδα.
Ο Κατσαντώνης είχε άλλα τέσσερα αδέρφια:
Τον Κώστα Λεπενιώτη, που ονομάστηκε έτσι επειδή γεννήθηκε στη Λεπενού του Ξερομέρου, όπου ξεχειμωνιάζαν τα κοπάδια του πατέρα του.
Τον Γιώργο Χασιώτη, που πήρε αυτό το όνομα επειδή πιθανότατα γεννήθηκε στα Χάσια.
Τον Χρήστο Κούτσικο, που τον ονόμασαν σκωπτικά έτσι, επειδή ήταν κι αυτός μικρόσωμος όπως και ο Αντώνης.
Και, τέλος την Αικατερίνη.
Ο Επ. Φραγγίστας, γιος του Γιάννη Φραγγίστα, πρωτοπαλίκαρου του Κατσαντώνη, προσδιορίζει το 1777 ως χρόνο γέννησής του. Άλλοι όμως σημαντικοί ερευνητές, όπως ο Π.Ι. Βασιλείου, ο Δ. Σταμέλος, ο Καρασμάνης, ο Ι. Τσιγκόλης κ.λ.π. θεωρούν ως πιθανότερη χρονολογία γέννησής του το 1775.
Τον Κατσαντώνη βάφτισε (κατά πάσα πιθανότητα) ο ξακουστός καπετάν Δίπλας και του έδωσε το όνομα Αντώνης. Μάλιστα η τοπική παράδοση θέλει να εμφανίζεται ένα απόσπασμα Τουρκαλβανών την ώρα του μυστηρίου. Ο νουνός (και θείος του) άφησε το μυστήριο στη μέση. Απίθωσε το παιδί μπροστά στην Αγία Τράπεζα και έτρεξε με τα παλικάρια του να κυνηγήσει τον εχθρό. Το γεγονός αυτό ο ιερέας που τελούσε το μυστήριο θεώρησε ότι προοιωνίζεται πολυτάραχη ζωή για το παιδί!
Όταν ο Κατσαντώνης ήταν 23 ετών τον συνέβαλε κάποιος Μπουλούμπασης, κάπου στα χειμαδιά, στην περιοχή του Βάλτου ή του Ξηρομέρου, με τον ισχυρισμό ότι είχε κλέψει μια γίδα! Από μόνη της η κατηγορία είναι αστεία, γιατί ο πατέρας του ήταν αρχιτσέλιγκας! Επί δύο μέρες τον βασάνισε άγρια, με απώτερο σκοπό να πάρει λύτρα, τακτική που εφάρμοζαν συχνά οι δερβεναγάδες. Τελικά, ο γέρο Μακρυγιάννης πούλησε ότι είχε και δεν είχε για να πετύχει την απελευθέρωσή του παιδιού του.
Εκείνη η οδυνηρή περιπέτεια έκαμε άλλον άνθρωπο τον Κατσαντώνη. Μίσησε θανάσιμα τον κατακτητή και αποφάσισε να πάρει τ’ άρματα και να εκδικηθεί.
Ο Αντώνης όμως, ήταν μικρόσωμος, αδύνατος και ασθενικός. Δεν έδινε την εντύπωση ότι μπορεί να κρατήσει ντουφέκι.
Γι’ αυτό όταν η μάνα του, που του είχε ξεχωριστή αδυναμία, τον άκουσε να λέει ότι θα πάρει τ’ άρματα, τον ικέτευε συνεχώς ν’ αλλάξει γνώμη. «Κατσ’ Αντώνη», του έλεγε με σπαραγμό ψυχής, γιατί πίστευε ότι δεν θα άντεχε στη σκληρή και ανελέητη ζωή του κλέφτη.
Ο Αντώνης, αν και υπεραγαπούσε τη μάνα του, τελικά ακολούθησε εκείνο που του υπαγόρευε η φλογερή ιδιοσυγκρασία του. Έτρεξε κοντά στο θείο και νουνό του, τον καπετάν Δίπλα. Του διηγήθηκε τα καθέκαστα με τον Μπουλούμπαση, καθώς και τις απεγνωσμένες παρακλήσεις της μάνας του, που επαναλάμβανε συνεχώς την προτροπή «κατσ’ Αντώνη».
Εκείνες οι δύο λέξεις έγιναν αφορμή να τον φωνάζουν περιπαιχτικά (για ένα διάστημα) «Κατσαντώνη» οι κλέφτες του Δίπλα, αλλά και τ’ αδέρφια του.
Ο Κατσαντώνης, που στο μεταξύ πολύ γρήγορα μεγάλωσε σημαντικά τη δύναμή του με πολλά παλικάρια, μεταξύ των οποίων και τα αδέρφια του Κώστα Λεπενιώτη και Γιώργο Χασιώτη, εξαπέλυσε αδιάκοπο πόλεμο κατά του κατακτητή.
Τον χτυπούσε παντού. Μέρα και νύχτα. Τ’ ασκέρια του Αλή πασά, για πρώτη φορά, ζούσαν έναν πραγματικό εφιάλτη. Πουθενά δεν ένιωθαν ασφαλείς.
Είναι κάπου στα 1807 στα Γιάννενα του Αλη Πασά. Ο τύραννος μετά από πολλές και μακροχρόνιες προσπάθειες καταφέρνει να συλλάβει – με προδοσία πάντα – τον μεγαλύτερο ήρωα που γέννησε ως τότε αυτός ο τόπος και δηλωμένο εχθρό του Πασά, τον Κατσαντώνη, μαζί με τα παλικάρια του. Μαζί του πιάνει και τον αδελφό του ήρωα, τον Χασιώτη.
Διατάζει τους δήμιούς του να αλυσοδέσουν τον Κατσαντώνη και τα παλικάρια του στην αυλή του σαραγιού του, κάτω απ’ τον μεγάλο πλάτανο, και να τους σπάσουν όλα τα κόκαλα του σώματός τους με σφυρί κι αμόνι! Ο ήρωας Κατσαντώνης απ’ τις κακουχίες και τη βαριά αρρώστια λίγο άντεξε το βασανιστήριο και έγειρε λιπόθυμος. Λίγες μέρες αργότερα θα άφηνε την τελευταία του πνοή στα μπουντρούμια του Πασά.
Το πιο ηρωικό τέλος όμως το είχε ο αδελφός του Κατσαντώνη, ο Χασιώτης.. Κοντά πέντε ώρες βαρούσαν τον τελευταίο μαρτυρικό ήρωα οι βασανιστές του για να τον τελειώσουν. Έτσι «έσβησε» ο Χασιώτης, ο κλέφτης, ο αδελφός του Κατσαντώνη. Εκείνοι προτίμησαν τον ηρωικό θάνατο, να πεθάνουν ελεύθεροι, παρά σκλάβοι και ατιμωμένοι. Προτίμησαν το μαρτύριο από τις θέσεις, τα πλούτη και τα αξιώματα του τυράννου.
Ο ξακουστός αρματολός έγινε σύμβολο, τραγούδι και απαντοχή όχι μόνο στα Ευρυτανικά, τα Θεσσαλικά, τα Ηπειρωτικά ή του Βάλτου τα βουνά, αλλά όλου του ελληνισμού. Η αξιοσύνη του, η ευφυία του, το ελεύθερο και ανυπότακτο πνεύμα του, η μεγαλοψυχία του, η βαθιά Θρησκευτική πίστη του και η περιφρόνηση στο θάνατο, τον κατέστησαν συνώνυμο με το θρύλο.