filmov
tv
Η 'Γυναίκα που ... εκυμάτιζε!' Έργα του Τάσου Μαντζαβίνου για τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Σολωμού

Показать описание
Ο Τάσος Μαντζαβίνος δίνει πρόσωπο στην ανώνυμη "Γυναίκα της Ζάκυθος" του Διονυσίου Σολωμού, με 6 ζωγραφικά έργα και 11 σχέδια, με το προσωπικό του ζωγραφικό ιδίωμα που πηγάζει από μια εξπρεσιονιστική γραφή.
Τα έργα παρουσιάζονται στο βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ.
Όπως σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης Γιώργος Μυλωνάς, ο καλλιτέχνης
"δοκίμασε να κάνει το αδιανόητο: να ανταποκριθεί στην εντολή, ζωγραφίζοντας τη γυναίκα για την οποία μιλά με φρίκη και λύπηση ο ποιητής. Η παράλληλη αφήγηση του έργου εκτυλίσσεται στα χρόνια της Επανάστασης και μάλιστα στις παραμονές της μαρτυρικής Εξόδου του Μεσολογγίου, με άξονα τον ανήθικο και αντεθνικό βίο μιας ανώνυμης γυναίκας στη Ζάκυνθο. Αφηγητής είναι ένας ιερομόναχος, άνθρωπος απλός και θεοσεβούμενος, που παρακολουθεί άναυδος όσα συμβαίνουν γύρω του και ακούει φωνές που μιλούν για «εκδίκησην Θεού».
Μέσα από τα ζωγραφικά έργα και τα σχέδια του Μαντζαβίνου αναδύεται μια ροή εικόνων «αποκαλυπτικών», ένα εφιαλτικό σκηνικό που στήνεται γύρω από τη γυναίκα της Ζάκυθος, και τέλος μια αυτοκτονία: «Κι εσηκώθηκα και επήα οπίσω από τον καθρέφτη και είδα τη γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε.
Ο Τάσος Μαντζαβίνος εικονίζει το κακό πνεύμα. Δείχνει όλη την κακία της γυναίκας, αλλά, ακολουθώντας τον ποιητή, δείχνει και τη λύπησή του γι’ αυτήν. Νιώθει ταυτισμένος με τον ποιητή, ειδοποιώντας μας ότι βλέπει την κακότητα μέσα από τα μάτια του ιερομόναχου Διονύσιου: “επαρακάλεα γι’ αυτήν με τη θέρμη της ψυχής μου”. Ο ιερομόναχος και ο ζωγράφος νιώθουν τη φρίκη του κακού, πνίγονται στη θέα του και από τη δύναμή του, αλλά χωρίς να πάψουν ποτέ να νιώθουν λύπηση, γιατί το κακό γεννήθηκε από τη συμπεριφορά των ανθρώπων».
Ο ιερομόναχος Διονύσιος, σατιρικό προσωπείο του ποιητή, παρασύρει με τη ρυθμική αφήγησή του τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι μεταφυσικής διάστασης, που επιδιώκει να πραγματευτεί την ανθρώπινη φύση, το σκοτάδι και το φως της, τον έρωτα και τον θάνατο, την αθλιότητα και το μεγαλείο, σε ένα συγκλονιστικό έργο που γράφτηκε στον αχό της ελληνικής Επανάστασης.
Τα έργα παρουσιάζονται στο βιβλιοπωλείο του ΜΙΕΤ.
Όπως σημειώνει ο επιμελητής της έκθεσης Γιώργος Μυλωνάς, ο καλλιτέχνης
"δοκίμασε να κάνει το αδιανόητο: να ανταποκριθεί στην εντολή, ζωγραφίζοντας τη γυναίκα για την οποία μιλά με φρίκη και λύπηση ο ποιητής. Η παράλληλη αφήγηση του έργου εκτυλίσσεται στα χρόνια της Επανάστασης και μάλιστα στις παραμονές της μαρτυρικής Εξόδου του Μεσολογγίου, με άξονα τον ανήθικο και αντεθνικό βίο μιας ανώνυμης γυναίκας στη Ζάκυνθο. Αφηγητής είναι ένας ιερομόναχος, άνθρωπος απλός και θεοσεβούμενος, που παρακολουθεί άναυδος όσα συμβαίνουν γύρω του και ακούει φωνές που μιλούν για «εκδίκησην Θεού».
Μέσα από τα ζωγραφικά έργα και τα σχέδια του Μαντζαβίνου αναδύεται μια ροή εικόνων «αποκαλυπτικών», ένα εφιαλτικό σκηνικό που στήνεται γύρω από τη γυναίκα της Ζάκυθος, και τέλος μια αυτοκτονία: «Κι εσηκώθηκα και επήα οπίσω από τον καθρέφτη και είδα τη γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε.
Ο Τάσος Μαντζαβίνος εικονίζει το κακό πνεύμα. Δείχνει όλη την κακία της γυναίκας, αλλά, ακολουθώντας τον ποιητή, δείχνει και τη λύπησή του γι’ αυτήν. Νιώθει ταυτισμένος με τον ποιητή, ειδοποιώντας μας ότι βλέπει την κακότητα μέσα από τα μάτια του ιερομόναχου Διονύσιου: “επαρακάλεα γι’ αυτήν με τη θέρμη της ψυχής μου”. Ο ιερομόναχος και ο ζωγράφος νιώθουν τη φρίκη του κακού, πνίγονται στη θέα του και από τη δύναμή του, αλλά χωρίς να πάψουν ποτέ να νιώθουν λύπηση, γιατί το κακό γεννήθηκε από τη συμπεριφορά των ανθρώπων».
Ο ιερομόναχος Διονύσιος, σατιρικό προσωπείο του ποιητή, παρασύρει με τη ρυθμική αφήγησή του τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι μεταφυσικής διάστασης, που επιδιώκει να πραγματευτεί την ανθρώπινη φύση, το σκοτάδι και το φως της, τον έρωτα και τον θάνατο, την αθλιότητα και το μεγαλείο, σε ένα συγκλονιστικό έργο που γράφτηκε στον αχό της ελληνικής Επανάστασης.