Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ - ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ

preview_player
Показать описание
«Άξιον Εστί»
Την Κυριακής 28 Αυγούστου 1977 ο Μίκης Θεοδωράκης παρουσίασε στον Λυκαβηττό το έργο του «Άξιον Εστί». Η συναυλία είχε μεταδοθεί ζωντανά από την ΕΡΤ, στις 9:15 το βράδυ.

Στο σχετικό video ο Μάνος Κατράκης αποδίδει το «Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ», ενώ ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ερμηνεύει το «ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΗΛΙΕ ΝΟΗΤΕ».

Οι εκδηλώσεις των φοιτητών στις 23 – 24 Μάρτη 1942 είναι οι πρώτες μεγάλες μαχητικές αντιπαραθέσεις που οργάνωσε το ΕΑΜ Νέων, μετά από πρόταση και απόφαση του Γραφείου της Σπουδάζουσας Νεολαίας της ΟΚΝΕ. Οι κινητοποιήσεις αυτές αμέσως αγκαλιάστηκαν από τον αθηναϊκό λαό και αποτέλεσαν το προοίμιο της μεγάλης παναθηναϊκής κινητοποίησης για τον γιορτασμό της Επανάστασης του 1821 με χαρακτήρα ενάντια στην γερμανοϊταλική φασιστική κατοχή.
Στις 25 Μάρτη 1942 ο λαός της Αθήνας ανταποκρίνεται στο κάλεσμα του ΕΑΜ και κατακλύζει τους δρόμους της Αθήνας. Μια ιστορική διαδήλωση που οι δυνάμεις κατοχής την κτύπησαν βίαια.
Ο Οδυσσέας Ελύτης εμπνέεται από αυτό το ιστορικό γεγονός και στο εμβληματικό έργο του «Άξιον Εστί» που δημοσίευσε το 1959, συμπεριλαμβάνει το ανάγνωσμα «Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ».
- - - - - - - - - - - -
“Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε πλατείες με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβία σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιά, ωστόσο, μαθαίνοντας οι Άλλοι, σφόδρα ταράχτηκαν. Και τρεις φορές με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν.
Και χτυπούσανε όπου να ‘ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, περ’ απ’ την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα. “
Рекомендации по теме