filmov
tv
Κουδουνάς Μικροπολη Δράμας 2024 video 2

Показать описание
Ανήμερα του ΑηΓιαννιού, στήνονταν στην Μικρόπολη το μεγάλο καρναβάλι. Όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Μόλις τέλειωνε η θεία λειτουργία, έξω από την εκκλησία συγκεντρώνονταν το μπουλούκι με τους καρναβαλιστές. Ξεκινούσαν από εκεί, με χορούς και με τραγούδια και έφερναν γύρα όλο το χωριό.
.
Μια άλλη χρονιά, θυμούνται οι παλιότεροι, είχαν οργανώσει γύφτικο καραβάνι.
Ένα κάρο με ψάθα για σκεπή, μια ξυλόσομπα μέσα που έκαιγε και κάπνιζε πάνω από την ψάθα, άχυρα για στρώμα στο πάτωμα. Γύφτος καμαρωτός επάνω στο κάρο (μαύρος ήτανε δεν χρειαζόταν να βαφεί και πολύ) ο Νίκος ο Γρηγοριάδης. Μια κούκλα η γύφτισσα δίπλα του, με καταπράσινα μάτια και κόκκινα μάγουλα και με πολύχρωμο μαντήλι δεμένο φιόγκο στο κεφάλι, ο Στράτος ο Γιάνναλης. Πιο πέρα έξω από το κάρο ο Νάσος πάλι ο Μήλιος. Δεν ήταν καμηλιέρης αυτή την φορά. Βαμμένος πάλι με φούμο, γύφτος ήτανε, με νταχαρέ και με μαϊμού που χόρευε. Μόνο που αντί για μαϊμού είχε μια σκυλίτσα παιχνιδιάρα.. Έπαιζε τον νταχαρέ ο γύφτος χόρευε η σκυλίτσα, χόρευαν και οι τσιγγάνες από γύρω και τα γέλια δεν είχαν τελειωμό.
Μ΄αυτό το κάρο, εκείνη την χρονιά, όπως ήταν το μπουλούκι, είχε πάρει μέρος την άλλη μέρα στον γάμο της Καλή Βρύσης με τα μπαμπούγερα.
΄Ήταν πολλά τα άτομα που έπαιρναν μέρος σ΄αυτό το καρναβάλι. Ας με συγχωρήσουν όσων τα ονόματα δεν αναφέρονται. Ήμουν πολύ μικρή τότε και η μνήμη μου δεν με βοηθά για να τους θυμηθώ όλους.
Την άλλη μέρα, μετά του ΑηΓιαννιού, ήταν η γιορτή της μπάμπως, το μπάμπιντεν. Την ημέρα αυτή γιόρταζε η μπάμπω και μαζί με αυτή γιόρταζαν οι γυναίκες.
Μπάμπω, ήταν η γριά μαμή του χωριού, αυτή που είχε φέρει στο φως της ζωής, τους περισσότερους κατοίκους του χωριού. Τους πατεράδες, τις μανάδες, τους γιούς και τις θυγατέρες, εγγόνια και δισέγγονα. Αυτήν τιμούσαν οι γυναίκες την ημέρα αυτή. Όλες οι γυναίκες, παρέες παρέες, με ένα πορτοκάλι και ένα σαπούνι, απαραίτητα στο χέρι μα και με άλλα δώρα, επισκέπτονταν την μπάμπω που τις βοήθησε να φέρουν στον κόσμο τα παιδιά τους και της εύχονταν υγεία και χρόνια πολλά.
Νάναι γερή της εύχονταν, για να μπορεί να φέρει άλλα τόσα παιδιά στον κόσμο.
Άλλες επισκέπτονταν την θεία Μαρία του Βογιατζή και άλλες την θεία Σταυρίτσα του Σκορδά , την Βογιατζήδαινα και την Σκορδάδαινα, έτσι τις φώναζαν τότε, ανάλογα με το ποια τις βοήθησε στις γέννες τους.
Πολύ παλιότερα πριν από αυτές, επισκέπτονταν την προγιαγιά μου την Νάσκαινα. που ήταν και η δασκάλα τους και τις έμαθε την τέχνη της μαμής.
Η μπάμπω τις περίμενε στην πόρτα, με μια γυάλινη κανάτα γεμάτη νερό. Εκεί, στην πόρτα, τις έριχνε νερό με την κανάτα και έπλεναν οι γυναίκες τα χέρια τους με το σαπούνι που έφερναν και το άφηναν στην μαμή, γιατί το σαπούνι ήταν πολύτιμο και ήταν απαραίτητο για την καθαριότητα στις γέννες.
Νάναι εύκολες οι γέννες τους, σαν το νερό που τρέχει, εύχονταν η μαμή.
Τις κερνούσε μετά γλυκά και φαγητά που η ίδια είχε ετοιμάσει. Οι γυναίκες γελούσαν και κουτσομπόλευαν, θυμόντουσαν τις γέννες τους, πόσο εύκολες και πόσο δύσκολες ήταν, πως αντέδρασαν οι άνδρες τους, όταν είχαν αγόρι ή όταν είχαν κορίτσι, τι είπαν οι πεθερές τους και πόσο στην γέννα είχαν πονέσει. Μετά το στήναν στο τραγούδι και στον χορό, στην σάλα της μπάμπως. Μέχρι αργά το βράδυ τραγουδούσαν και χόρευαν μόνες, χωρίς τους άνδρες τους, γιατί αυτή η μέρα ήταν δική τους, όπως και οι πόνοι της κάθε γέννας ήταν αποκλειστικά δικοί τους.
.
Μια άλλη χρονιά, θυμούνται οι παλιότεροι, είχαν οργανώσει γύφτικο καραβάνι.
Ένα κάρο με ψάθα για σκεπή, μια ξυλόσομπα μέσα που έκαιγε και κάπνιζε πάνω από την ψάθα, άχυρα για στρώμα στο πάτωμα. Γύφτος καμαρωτός επάνω στο κάρο (μαύρος ήτανε δεν χρειαζόταν να βαφεί και πολύ) ο Νίκος ο Γρηγοριάδης. Μια κούκλα η γύφτισσα δίπλα του, με καταπράσινα μάτια και κόκκινα μάγουλα και με πολύχρωμο μαντήλι δεμένο φιόγκο στο κεφάλι, ο Στράτος ο Γιάνναλης. Πιο πέρα έξω από το κάρο ο Νάσος πάλι ο Μήλιος. Δεν ήταν καμηλιέρης αυτή την φορά. Βαμμένος πάλι με φούμο, γύφτος ήτανε, με νταχαρέ και με μαϊμού που χόρευε. Μόνο που αντί για μαϊμού είχε μια σκυλίτσα παιχνιδιάρα.. Έπαιζε τον νταχαρέ ο γύφτος χόρευε η σκυλίτσα, χόρευαν και οι τσιγγάνες από γύρω και τα γέλια δεν είχαν τελειωμό.
Μ΄αυτό το κάρο, εκείνη την χρονιά, όπως ήταν το μπουλούκι, είχε πάρει μέρος την άλλη μέρα στον γάμο της Καλή Βρύσης με τα μπαμπούγερα.
΄Ήταν πολλά τα άτομα που έπαιρναν μέρος σ΄αυτό το καρναβάλι. Ας με συγχωρήσουν όσων τα ονόματα δεν αναφέρονται. Ήμουν πολύ μικρή τότε και η μνήμη μου δεν με βοηθά για να τους θυμηθώ όλους.
Την άλλη μέρα, μετά του ΑηΓιαννιού, ήταν η γιορτή της μπάμπως, το μπάμπιντεν. Την ημέρα αυτή γιόρταζε η μπάμπω και μαζί με αυτή γιόρταζαν οι γυναίκες.
Μπάμπω, ήταν η γριά μαμή του χωριού, αυτή που είχε φέρει στο φως της ζωής, τους περισσότερους κατοίκους του χωριού. Τους πατεράδες, τις μανάδες, τους γιούς και τις θυγατέρες, εγγόνια και δισέγγονα. Αυτήν τιμούσαν οι γυναίκες την ημέρα αυτή. Όλες οι γυναίκες, παρέες παρέες, με ένα πορτοκάλι και ένα σαπούνι, απαραίτητα στο χέρι μα και με άλλα δώρα, επισκέπτονταν την μπάμπω που τις βοήθησε να φέρουν στον κόσμο τα παιδιά τους και της εύχονταν υγεία και χρόνια πολλά.
Νάναι γερή της εύχονταν, για να μπορεί να φέρει άλλα τόσα παιδιά στον κόσμο.
Άλλες επισκέπτονταν την θεία Μαρία του Βογιατζή και άλλες την θεία Σταυρίτσα του Σκορδά , την Βογιατζήδαινα και την Σκορδάδαινα, έτσι τις φώναζαν τότε, ανάλογα με το ποια τις βοήθησε στις γέννες τους.
Πολύ παλιότερα πριν από αυτές, επισκέπτονταν την προγιαγιά μου την Νάσκαινα. που ήταν και η δασκάλα τους και τις έμαθε την τέχνη της μαμής.
Η μπάμπω τις περίμενε στην πόρτα, με μια γυάλινη κανάτα γεμάτη νερό. Εκεί, στην πόρτα, τις έριχνε νερό με την κανάτα και έπλεναν οι γυναίκες τα χέρια τους με το σαπούνι που έφερναν και το άφηναν στην μαμή, γιατί το σαπούνι ήταν πολύτιμο και ήταν απαραίτητο για την καθαριότητα στις γέννες.
Νάναι εύκολες οι γέννες τους, σαν το νερό που τρέχει, εύχονταν η μαμή.
Τις κερνούσε μετά γλυκά και φαγητά που η ίδια είχε ετοιμάσει. Οι γυναίκες γελούσαν και κουτσομπόλευαν, θυμόντουσαν τις γέννες τους, πόσο εύκολες και πόσο δύσκολες ήταν, πως αντέδρασαν οι άνδρες τους, όταν είχαν αγόρι ή όταν είχαν κορίτσι, τι είπαν οι πεθερές τους και πόσο στην γέννα είχαν πονέσει. Μετά το στήναν στο τραγούδι και στον χορό, στην σάλα της μπάμπως. Μέχρι αργά το βράδυ τραγουδούσαν και χόρευαν μόνες, χωρίς τους άνδρες τους, γιατί αυτή η μέρα ήταν δική τους, όπως και οι πόνοι της κάθε γέννας ήταν αποκλειστικά δικοί τους.