filmov
tv
The Colossus Of Porto Rafti

Показать описание
Το τελευταίο μνημείο της αρχαιότητας στην περιοχή του κόλπου είναι το κολοσσιαίο μαρμάρινο άγαλμα καθιστής ντυμένης μορφής (ύψος με το βάθρο του περίπου 4,50 μ.), που έχει στηθεί στο νησί Ράφτης στην είσοδο του κόλπου. Κατ'άλλους είναι άγαλμα του Απόλλωνα των Πρασιών και κατ' άλλους γυναικείας μορφής (ίσως αυτοκράτειρας). Κατά μερικούς έχει μεταφερθεί εδώ από αλλού κατά τον Μεσαίωνα και τοποθετήθηκε ως σήμα της εισόδου στο λιμάνι. Κατά τον λαό εικονίζει ράφτη και έδωσε το όνομα στον κόλπο, που αποκαλείται Πόρτο Ράφτης.
O ρόλος του Πόρτο Ράφτη ως εναλλακτικού λιμανιού για την Αθήνα, όταν ο Πειραιάς ήταν αποκλεισμένος από ία εχθρικά πλοία, αντανακλάται στα κείμενα των περιηγητών, από τον ύστερο Μεσαίωνα μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Παράλληλα, το μυστηριώδες άγαλμα στο νησί Ράφτης κέντριζε την περιέργεια τους, που το 19ο αιώνα εξελίχθηκε σε επιστημονικό ενδιαφέρον.
Ο Niccolo da Martoni, που αποβιβάστηκε στο Πόρτο Ράφτη για να συνεχίσει το ταξίδι του μέχρι την Αθήνα, στα 1395, ήταν ο πρώτος που αναφέρει τα δύο αγάλματα, στο Ράφτη και τη Ραφτοπούλα. Ο da Martoni καταγράφει το θρύλο κατά τον οποίο τα δύο αγάλματα ήταν αντίστοιχα άνδρας και γυναίκα και μαρμάρωσαν ύστερα από παράκληση της γυναίκας στο θεό να τη διαφυλάξει από το διώκτη της. Προς τα τέλη του 16ου αιώνα, ο επίσης Ιταλός συγγραφέας του θαλασσίου Δρομολογίου (Itinerarum Maritimum) θεωρεί το Πόρτο Ράφτη πολύ ασφαλές αγκυροβόλιο, που χρειάζεται όμως καλό πιλότο εξαιτίας των υφάλων. Για το άγαλμα του "ράφτη" γράφει πως κρατά στα χέρια του ψαλϊδι(ί). Ο Γάλλος Andre Georges Guillet (1669), που αντλεί από ταξιδιωτικές περιγραφές άλλων, αναφέρει ότι ο βυθός είναι λασπώδης με φύκια, τα καράβια ρίχνουν άγκυρα σε βάθος 11-13 μ. και το καλύτερο αγκυροβόλιο βρίσκεται κοντά σε μία πολύ χαμηλή νησίδα, μέσα στο λιμάνι.
Στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις (1794-1796), ο Άγγλος J. Moritt μας πληροφορεί για την εξαφάνιση της "ραφτοπούλας", την οποία αποδίδει εμμέσως στο Γάλλο υπο-πρόξενο στην Αθήνα και αρχαιοκάπηλο L. Fauvel. To αρχαίο όνομα του οικισμού στο νότιο τμήμα του κόλπου, Πρασιαί, που διατηρήθηκε μεταλλαγμένο σε Πρασάς ή, στα αρβανίτικα, Μπρασά, αναφέρεται από αρκετούς περιηγητές, όπως οι J. Stuart στα 1787, W. Μ. Leake στα 1802, Ε. Dodwell στα 1805 και C. Wordsworth στα 1837. Μερικοί, όπως ο J. C. Hobhouse, πιστεύουν ότι το νησί Ράφτης χρησίμευε παλαιότερα ως φάρος. Ο Γερμανός αρχαιολόγος L. Ross (1834) ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε σωστά ότι το άγαλμα παρίστανε όχι άνδρα, αλλά γυναίκα, είτε θεότητα, είτε αυτοκράτειρα, είτε τη Ρηγίλλα, σύζυγο του Ηρώδη Αττικού. Άλλοι λόγιοι όμως επέμεναν λανθασμένα να το συνδέουν με τον τάφο του Ερυσίχθονος που αναφέρει ο Παυσανίας. Ο αρχαιολόγος Η. G. Lolling (1879) που, στο άρθρο του για τις Πρασιές, επισημαίνει λείψανα μώλου μέσα στη θάλασσα, ανάμεσα στον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Σπυρίδωνα, εκθειάζει τη φυσική ομορφιά του κόλπου, γράφοντας πως είναι από τα ωραιότερα σημεία της αττικής γης.
Ο κολοσσός στο Ράφτη σμιλεύτηκε και τοποθετήθηκε στην περίοδο της Αττικής ευμάρειας η οποία προέκυψε από τον φιλελληνισμό του αυτοκράτορα Αδριανού ( Hadrian 78-138 μ.χ.) και τροφοδοτήθηκε από τα πλούτη του Ηρώδου του Αττικού.
Ο ιδιόμορφος ρωμαϊκός συνδυασμός της διακόσμησης και της λειτουργικότητας έλαβε με το κολοσσό, την μορφή μιας γεωγραφικής προσωποποίησης που λειτούργησε και ως φάρος. Η περίοδος αυτή θεωρείται ότι ευνοούσε στο μεγαλύτερο βαθμό την επιλογή της προσωποποίησης. Από όλες τις μορφές της προσωποποίησης, ευνοείται στο Πόρτο Ράφτη η μορφή της οικουμενικότητας (Orbis Terrarum).
Στο Ράφτη ( κολοσσός) και στο μπρούτζινο αντίγραφο του, η δέσμη από τα στάχυα ταιριάζει με την αντίληψη της παγκόσμιας ευημερίας τέλεια.
Κατά πόσο φτιάχτηκε στην περίοδο του Αδριανού ή των διαδόχων του, κατά πόσο πραγματοποιήθηκε με αυτοκρατορική εντολή ή από χορηγία του πάμπλουτου Ηρώδη του Αττικού, ο κολοσσός στο Ράφτη ως "οικουμενικότητα" έγινε ένα ισχυρό σύμβολο της αυτοκρατορικής πολιτικής στον Ελληνικό κόσμο.
Από τις καλλιτεχνικές λεπτομέρειες σχεδιασμού του αγαλματιδίου και του κολοσσού φαίνεται ότι τα καλλιτεχνικά τους πρότυπα ανάγονται στην Αττική περίοδο του 440 έως 420 π.χ. Το αγαλματίδιο έχει χαρακτηριστικά των αμαζόνων του Κρεσίλα και Πολυκλείτου.
Ποια θεότητα δείχνει το αγαλματίδιο; Η εκτίμηση μας είναι πολύ δύσκολη. Από τις διακοσμητικές λεπτομέρειες του αγαλματιδίου, εικάζεται να παριστάνει την Οικουμένη ( Orbis Terranum) , μια εκτεταμένη περιοχή ( όπως η Αττική ή Αχαΐα) ή η Θεά Ρώμη, όπως εμφανίζεται στην Ελλάδα ή τη Μικρά Ασία.
Οποιαδήποτε από αυτή την εικασία ταιριάζει θαυμάσια σε ένα υπερυψωμένο, κωνικό νησί στην είσοδο ενός ονομαστού λιμανιού της Αττικής που αντικρίζει το Αιγαίο, είναι απέναντι από την εσχατιά της Μικράς Ασίας και τα σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
O ρόλος του Πόρτο Ράφτη ως εναλλακτικού λιμανιού για την Αθήνα, όταν ο Πειραιάς ήταν αποκλεισμένος από ία εχθρικά πλοία, αντανακλάται στα κείμενα των περιηγητών, από τον ύστερο Μεσαίωνα μέχρι τους νεώτερους χρόνους. Παράλληλα, το μυστηριώδες άγαλμα στο νησί Ράφτης κέντριζε την περιέργεια τους, που το 19ο αιώνα εξελίχθηκε σε επιστημονικό ενδιαφέρον.
Ο Niccolo da Martoni, που αποβιβάστηκε στο Πόρτο Ράφτη για να συνεχίσει το ταξίδι του μέχρι την Αθήνα, στα 1395, ήταν ο πρώτος που αναφέρει τα δύο αγάλματα, στο Ράφτη και τη Ραφτοπούλα. Ο da Martoni καταγράφει το θρύλο κατά τον οποίο τα δύο αγάλματα ήταν αντίστοιχα άνδρας και γυναίκα και μαρμάρωσαν ύστερα από παράκληση της γυναίκας στο θεό να τη διαφυλάξει από το διώκτη της. Προς τα τέλη του 16ου αιώνα, ο επίσης Ιταλός συγγραφέας του θαλασσίου Δρομολογίου (Itinerarum Maritimum) θεωρεί το Πόρτο Ράφτη πολύ ασφαλές αγκυροβόλιο, που χρειάζεται όμως καλό πιλότο εξαιτίας των υφάλων. Για το άγαλμα του "ράφτη" γράφει πως κρατά στα χέρια του ψαλϊδι(ί). Ο Γάλλος Andre Georges Guillet (1669), που αντλεί από ταξιδιωτικές περιγραφές άλλων, αναφέρει ότι ο βυθός είναι λασπώδης με φύκια, τα καράβια ρίχνουν άγκυρα σε βάθος 11-13 μ. και το καλύτερο αγκυροβόλιο βρίσκεται κοντά σε μία πολύ χαμηλή νησίδα, μέσα στο λιμάνι.
Στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις (1794-1796), ο Άγγλος J. Moritt μας πληροφορεί για την εξαφάνιση της "ραφτοπούλας", την οποία αποδίδει εμμέσως στο Γάλλο υπο-πρόξενο στην Αθήνα και αρχαιοκάπηλο L. Fauvel. To αρχαίο όνομα του οικισμού στο νότιο τμήμα του κόλπου, Πρασιαί, που διατηρήθηκε μεταλλαγμένο σε Πρασάς ή, στα αρβανίτικα, Μπρασά, αναφέρεται από αρκετούς περιηγητές, όπως οι J. Stuart στα 1787, W. Μ. Leake στα 1802, Ε. Dodwell στα 1805 και C. Wordsworth στα 1837. Μερικοί, όπως ο J. C. Hobhouse, πιστεύουν ότι το νησί Ράφτης χρησίμευε παλαιότερα ως φάρος. Ο Γερμανός αρχαιολόγος L. Ross (1834) ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε σωστά ότι το άγαλμα παρίστανε όχι άνδρα, αλλά γυναίκα, είτε θεότητα, είτε αυτοκράτειρα, είτε τη Ρηγίλλα, σύζυγο του Ηρώδη Αττικού. Άλλοι λόγιοι όμως επέμεναν λανθασμένα να το συνδέουν με τον τάφο του Ερυσίχθονος που αναφέρει ο Παυσανίας. Ο αρχαιολόγος Η. G. Lolling (1879) που, στο άρθρο του για τις Πρασιές, επισημαίνει λείψανα μώλου μέσα στη θάλασσα, ανάμεσα στον Άγιο Νικόλαο και τον Άγιο Σπυρίδωνα, εκθειάζει τη φυσική ομορφιά του κόλπου, γράφοντας πως είναι από τα ωραιότερα σημεία της αττικής γης.
Ο κολοσσός στο Ράφτη σμιλεύτηκε και τοποθετήθηκε στην περίοδο της Αττικής ευμάρειας η οποία προέκυψε από τον φιλελληνισμό του αυτοκράτορα Αδριανού ( Hadrian 78-138 μ.χ.) και τροφοδοτήθηκε από τα πλούτη του Ηρώδου του Αττικού.
Ο ιδιόμορφος ρωμαϊκός συνδυασμός της διακόσμησης και της λειτουργικότητας έλαβε με το κολοσσό, την μορφή μιας γεωγραφικής προσωποποίησης που λειτούργησε και ως φάρος. Η περίοδος αυτή θεωρείται ότι ευνοούσε στο μεγαλύτερο βαθμό την επιλογή της προσωποποίησης. Από όλες τις μορφές της προσωποποίησης, ευνοείται στο Πόρτο Ράφτη η μορφή της οικουμενικότητας (Orbis Terrarum).
Στο Ράφτη ( κολοσσός) και στο μπρούτζινο αντίγραφο του, η δέσμη από τα στάχυα ταιριάζει με την αντίληψη της παγκόσμιας ευημερίας τέλεια.
Κατά πόσο φτιάχτηκε στην περίοδο του Αδριανού ή των διαδόχων του, κατά πόσο πραγματοποιήθηκε με αυτοκρατορική εντολή ή από χορηγία του πάμπλουτου Ηρώδη του Αττικού, ο κολοσσός στο Ράφτη ως "οικουμενικότητα" έγινε ένα ισχυρό σύμβολο της αυτοκρατορικής πολιτικής στον Ελληνικό κόσμο.
Από τις καλλιτεχνικές λεπτομέρειες σχεδιασμού του αγαλματιδίου και του κολοσσού φαίνεται ότι τα καλλιτεχνικά τους πρότυπα ανάγονται στην Αττική περίοδο του 440 έως 420 π.χ. Το αγαλματίδιο έχει χαρακτηριστικά των αμαζόνων του Κρεσίλα και Πολυκλείτου.
Ποια θεότητα δείχνει το αγαλματίδιο; Η εκτίμηση μας είναι πολύ δύσκολη. Από τις διακοσμητικές λεπτομέρειες του αγαλματιδίου, εικάζεται να παριστάνει την Οικουμένη ( Orbis Terranum) , μια εκτεταμένη περιοχή ( όπως η Αττική ή Αχαΐα) ή η Θεά Ρώμη, όπως εμφανίζεται στην Ελλάδα ή τη Μικρά Ασία.
Οποιαδήποτε από αυτή την εικασία ταιριάζει θαυμάσια σε ένα υπερυψωμένο, κωνικό νησί στην είσοδο ενός ονομαστού λιμανιού της Αττικής που αντικρίζει το Αιγαίο, είναι απέναντι από την εσχατιά της Μικράς Ασίας και τα σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Комментарии