ΜΕΘΟΔΙΟΣ ΟΛΥΜΠΟΥ (ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΤΑΡΩΝ ΑΓΙΟΣ) - ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

preview_player
Показать описание
Σὲ ἀπάντηση στὸν Πλάτωνα ποὺ ἐγκωμίαζε τὸν ἔρωτα καὶ ἀξίωνε νὰ τὸν ἀνυψώσει ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῶν σωμάτων στὸν ἔρωτα τῶν νοητῶν, ὁ ἅγιος Μεθόδιος συνέθεσε μία θαυμαστὴ ἀπολογία τῆς παρθενίας καὶ τοῦ ἐνάρετου χριστιανικοῦ βίου: τὸ Συμπόσιον ἣ Περὶ Ἁγνείας. Ἐκθέτει τὸ ἔργο του μιμούμενος τὸν πλατωνικὸ τρόπο, ὡς συνομιλία ποὺ ἔλαβε χώρα στὸν κῆπο τῆς Κυρίας Ἀρετῆς, ἀδελφῆς τῆς Φιλοσοφίας, ποὺ εἶναι φυτευμένος ὅπως ὁ Παράδεισος, στὴν Ἀνατολή, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ὁποίας δέκα παρθένες παίρνουν μὲ τὴν σειρὰ τὸν λόγο γιὰ νὰ ἐγκωμιάσουν τὴν ἁγνεία.
Ἡ πρώτη, ὀνόματι Μαρκέλλα, ἐπαίνεσε τὴν παρθενία ὡς ἀρετὴ ποὺ ἀσκούμενη ἐπὶ τῆς γῆς ὑψώνει τὸ ἅρμα τῆς ψυχῆς ἐκείνων ποὺ τὴν υἱοθετοῦν, ὁδηγώντας το στὴν ἀφθαρσία καὶ στὴν ὁμοίωση μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς μιμήσεως τοῦ Χριστοῦ, «τοῦ κατ' ἐξοχὴν Παρθένου». Ἀποκαλύπτει, ἐπίσης, τὸ τέλος τῆς παιδαγωγίας ποὺ χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ὁδηγήσει σταδιακὰ τὴν ἀνθρωπότητα πρὸς τὴν τελείωση: ἐπιτρέποντας πρῶτα τὶς αἱμομικτικὲς ἑνώσεις, κατόπιν τὴν πολυγαμία, γιὰ νὰ δώσει κατόπιν τὴν θέση της στὴν ἐγκράτεια τοῦ μοναδικοῦ γάμου καὶ τέλος στὴν παρθενία. Ἡ Θεοφιλία παρεμβαίνει τότε γιὰ νὰ διευκρινίσει ὅτι δὲν θὰ πρέπει ἐν τούτοις νὰ περιφρονεῖτε ὁ γάμος, λέγοντας: «Ἄν τὸ μέλι εἶναι γλυκύτερο ἀπὸ τὶς ἄλλες τροφές, τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι οἱ ἄλλες εἶναι πικρές». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὅμοια μὲ ἕναν κῆπο ποὺ περιλαμβάνει ποικίλα ἄνθη, καὶ ἄλλα εἶναι τὰ ἄνθη τῆς παρθενίας, ἄλλα τῆς τεκνοποιίας καὶ ἄλλα τῆς ἁγνείας. Στὸ τέλος τῆς συζήτησης ὅλες οἱ παρθένες ἐπιδοκιμάζουν γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀποδοχὴ καὶ τὴν ἐκτίμησή τους ὅσον ἀφορᾶ τὸν γάμο.
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Κ΄ ΙΟΥΝΙΟΥ
Τῇ εἰκοστῇ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμην ἐπιτελοῦμεν τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μεθοδίου, ἐπισκόπου Πα­τά­­ρων.
Ἀφιερωμένος παιδιόθεν στὸν Κύριο, ὁ ἅγιος Μεθό­διος κατέστη σκεῦος ἐκλογῆς τῆς θείας χάριτος καὶ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Πατάρων - ἣ μᾶλλον Ὀλύμπου - τῆς Λυκίας. (Εἶναι γνωστότερος ὡς Μεθόδιος  Ὀλύ­μ­που. Τὸ ὅτι ἀναφέρονται ὡς ἔδρα του τὰ Πάταρα προ­έρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ διάλογός του Περὶ Ἀνα­στάσεως τοποθετεῖτε στὴν πόλη αὐτή.
Φημισμένος γιὰ τὴν μεγάλη φιλοσοφικὴ παιδεία του καὶ τὸν ζῆλο γιὰ τὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, μετέβη ἀπὸ τὴν Μίλητο στὰ Πάταρα γιὰ νὰ συμμετάσχει σὲ μία συζήτηση γύρω ἀπὸ τὸ δόγμα τῆς Ἀναστάσεως. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπισκέφθηκε τὶς κυριότερες πόλεις τῆς Λυκίας καὶ τῆς Παμφυλίας καὶ ταξίδεψε ἀκόμη πιὸ μακρυὰ προκει­με­νου νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν ἀληθινὴ Πίστη ἀπέναντι στοὺς ἐθνικοὺς φιλοσόφους.
Σὲ ἀπάντηση στὸν Πλάτωνα ποὺ ἐγκωμίαζε τὸν ἔρωτα καὶ ἀξίωνε νὰ τὸν ἀνυψώσει ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῶν σωμάτων στὸν ἔρωτα τῶν νοητῶν, ὁ ἅγιος Μεθόδιος συ­νέθεσε μία θαυμαστὴ ἀπολογία τῆς παρθενίας καὶ τοῦ ἐνάρετου χριστιανικοῦ βίου: τὸ Συμπόσιον ἣ Περὶ Ἁγ­νεί­­ας. Ἐκθέτει τὸ ἔργο του μιμούμενος τὸν πλατωνικὸ τρόπο, ὡς συνομιλία ποὺ ἔλαβε χώρα στὸν κῆπο τῆς Κυ­ρίας Ἀρετῆς, ἀδελφῆς τῆς Φιλοσοφίας, ποὺ εἶναι φυτευ­μένος ὅπως ὁ Παράδεισος, στὴν Ἀνατολή, κατὰ τὴν δι­άρ­κεια τῆς ὁποίας δέκα παρθένες παίρνουν μὲ τὴν σει­ρὰ τὸν λόγο γιὰ νὰ ἐγκωμιάσουν τὴν ἁγνεία.
Ἡ πρώτη, ὀνόματι Μαρκέλλα, ἐπαίνεσε τὴν παρθε­νία ὡς ἀρετὴ ποὺ ἀσκούμενη ἐπὶ τῆς γῆς ὑψώνει τὸ ἅρ­μα τῆς ψυχῆς ἐκείνων ποὺ τὴν υἱοθετοῦν, ὁδηγώντας το στὴν ἀφθαρσία καὶ στὴν ὁμοίωση μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς μι­μήσεως τοῦ Χριστοῦ, «τοῦ κατ’ ἐξοχὴν Παρθένου». Ἀπο­καλύπτει, ἐπίσης, τὸ τέλος τῆς παιδαγωγίας ποὺ χρησι­μοποίησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ὁδηγήσει σταδιακὰ τὴν ἀνθρω­πότητα πρὸς τὴν τελείωση: ἐπιτρέποντας πρῶτα τὶς αἱ­μο­μικτικὲς ἑνώσεις, κατόπιν τὴν πολυγαμία, γιὰ νὰ δώ­σει κατόπιν τὴν θέση της στὴν ἐγκράτεια τοῦ μοναδικοῦ γάμου καὶ τέλος στὴν παρθενία. Ἡ Θεοφιλία παρεμβαί­νει τότε γιὰ νὰ διευκρινίσει ὅτι δὲν θὰ πρέπει ἐν τούτοις νὰ περιφρονεῖτε ὁ γάμος, λέγοντας: «Ἄν τὸ μέλι εἶναι γλυ­κύτερο ἀπὸ τὶς ἄλλες τροφές, τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι οἱ ἄλλες εἶναι πικρές». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὅμοια μὲ ἕναν κῆπο ποὺ περιλαμβάνει ποικίλα ἄνθη, καὶ ἄλλα εἶναι τὰ ἄνθη τῆς παρθενίας, ἄλλα τῆς τεκνοποιίας καὶ ἄλλα τῆς ἁγνείας. Στὸ τέλος τῆς συζήτησης ὅλες οἱ παρθένες ἐπιδοκιμάζουν γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀποδοχὴ καὶ τὴν ἐκτίμησή τους ὅσον ἀφορᾶ τὸν γάμο.
Τρίτη στὴν σειρὰ ἡ Θάλεια ἐξέφρασε τὴν γνώμη ὅτι ἡ ἕνωση τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας εἶναι τὸ σύμβολο τῆς ἑνώσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία Του (βλέπε τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους κεφάλαιο 5 στίχο 25), ἡ παρθενία εἶναι ἕνας πνευματικὸς γάμος ποὺ πραγματο­ποιεῖ ἀληθινὰ ἐκεῖνο τὸ Μέγα Μυστήριο τῆς ἑνώσεως τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Νυμφίο της˙πρόσθεσε δὲ ὅτι ἃν ὁ γάμος παραχωρήθηκε κατ’ οἰκονομίαν στὴν ἀνθρωπότη­τα, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, ἡ παρθενία εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεοπάτρα ὁλοκλήρωσε τοὺς λόγους αὐτοὺς ἀ­να­φέροντας ὅτι τίποτε δὲν συμβάλλει στὴν ἀποκατά­σταση τοῦ παραδείσιου βίου, στὴν καταλλαγὴ μὲ τὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀφθαρσία, ὅσο ὁ ἁγνὸς βίος. Ἐν συνεχείᾳ ἡ Θαλασσία δήλωσε ὅτι γιὰ νὰ εἶναι ἄξια τοῦ ὀνόματος αὐ­τοῦ, ἡ παρθένος πρέπει νὰ διατηρεῖται ἁγνὴ καθ’ ὁ­λο­κληρίαν, διὰ τῆς ἀφιερώσεως στὸν Θεὸ κάθε κινή­ματος τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς καὶ ὅτι στὴν σωμα­τι­κὴ ἁγνεία πρέπει νὰ προσθέσει ἐκείνη τοῦ στόματος, τῶν ὀφθαλμῶν, τῆς ἀκοῆς, τῆς ἁφῆς καὶ κυρίως τὴν ἁγνεία τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία ἀνατείνουσα πρὸς τὸν Κύ­ριο δὲν σκέπτεται πλέον τίποτε τοῦ κόσμου τούτου καὶ δὲν βρίσκεται ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ὀργῆς ἣ τῆς κενο­δο­ξίας.
Ἡ Ἀγάθη χρησιμοποίησε ἀπὸ τὴν μεριά της τὴν πα­ραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων (βλέπε στὸ κατὰ Ματ­θαῖον  εὐαγγέλιον Κεφάλαιο 25 στίχοι 1 -13), προκει­με­νου νὰ δείξει ὅτι ἡ παρθενία πρέπει νὰ προφυλάγεται μὲ προσοχὴ ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τῆς φθορᾶς. Ἐν συνεχείᾳ ὁ λόγος δόθηκε στὴν Προσίλλα, ἡ ὁποία ἐπιστρέφοντας στὴν θεολογικὴ πλευρὰ τοῦ ζητήματος δήλωσε ὅτι ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πρώτη νύμφη ποὺ ὁ Λόγος προσέλαβε γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταστήσει ὡς βασίλισσα, ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός, καὶ ἔτσι ὅλες οἱ παρθένες γίνονται ἀκόλουθές της. Ἐγκωμίασε μάλιστα τὴν παρθενία ὡς ἀνώτερη τοῦ μαρτυρίου, διότι συνίσταται ὄχι στὴν ἀντιμετώπιση τῆς δοκιμασίας γιὰ κάποιες στιγμές, ἀλλὰ στὴν ἐγκαρτέρηση τῶν ἐπιθέσεων τῆς λαγνείας σὲ ὁλό­κληρη τὴν ζωή. Ἦλθε ὕστερα ἡ σειρὰ τῆς Θέκλας, τὴν ὁποία οἱ ἄλλες παρθένες θαύμαζαν γιὰ τὶς γνώσεις της στὴν φιλοσοφία, τόσο στὴν θύραθεν ὅσο καὶ τὴν θεία. Ὁ λόγος της ἦταν ὁ μακρύτερος καὶ ἐγκωμίασε ἰδιαίτερα τὴν παρθενία ἡ ὁποία, ὅπως ὑποδηλώνει καὶ ἡ ἐτυμο­λο­γία της, στέκεται παρὰ-Θεόν, καὶ δίνει φτερὰ στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ διάγει ἐπὶ γῆς πολιτεία ὅμοια μὲ ἐκείνη τῶν ἀγ­γέλων στὸν οὐρανό.
Ἡ συνομιλία ὁλοκληρώθηκε μὲ τοὺς λόγους τῆς Τυ­σιανῆς καὶ τῆς Δομνίκης, οἱ ὁποῖες ἀνέπτυξαν ἀμ­φότερες ἀλληγορικὲς ἑρμηνεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ Κυρία Ἀρετὴ πῆρε ἐν κατακλείδι τὸν λόγο ἀναφέ­ρο­ντας ὅτι ἡ παρθενία δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται στὴν ἐγ­κράτεια τῆς γενετήσιας ὁρμῆς, ἀλλὰ ἔγκειται στὴν ἀφιέ­ρωση στὸν Θεὸ ὅλων τῶν κινημάτων τῆς ψυχῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων˙ ἀπένεινε δὲ τὸν στέφανο στὴν Θέκλα. Ἐκεί­νη τότε ἔψαλε ὕμνο πρὸς τιμὴν της παρθενίας, στὸν ὁ­ποῖο οἱ ἄλλες παρθένες σχηματίζοντας χορὸ γύρω της ἀπα­ντοῦσαν μὲ τὴν ἐπωδό: «Θὰ μείνω ἁγνή, ὦ Νυμφίε μου, καὶ θὰ ἔλθω πρὸς συνάντησή Σου κρατώντας στὸ χέ­ρι ὁλόφωτη λαμπάδα».
Κατὰ τὶς περιοδεῖες του ὁ ἅγιος Μεθόδιος ἦλθε σὲ ἀντίθεση μὲ γνωστικοὺς καὶ ἄλλους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖ­οι περιφρονοῦσαν τὸ σῶμα καὶ τὴν αἰσθητὴ κτίση, δεί­χνοντας ὅτι τίποτε κακὸ δὲν δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Κυρίως ὅμως, ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ διέγνωσε τὰ σφά­λματα τοῦ Ὠριγένους καὶ καταπολέμησε μὲ σφοδρότητα τὸ δόγμα του περὶ προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν καὶ τῆς πτώ­σης τους στὰ σώματα σὰν σὲ φυλακή, ἄποψη ποὺ εἶχε ὡς συνέπεια τὸ νὰ ἀρνεῖτε τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων.
Μετὰ ἀπὸ τόσους ἀγῶνες ποὺ ἔδωσε γιὰ τὴν ἀλή­θεια καὶ ἀφήνοντας ἕνα μεγάλο συγγραφικὸ ἔργο μὲ ἐσχατολογικὸ περιεχόμενο, ὁ ἅγιος Μεθόδιος ἀποκεφα­λί­σθηκε στὴν Χαλκίδα τῆς Συρίας, κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Λικινίου (περίπου τὸ 311).

SIMONPETER
Автор


Κ΄ ΙΟΥΝΙΟΥ
Τῇ εἰκοστῇ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμην ἐπιτελοῦμεν τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μεθοδίου, ἐπισκόπου Πα­τά­­ρων.
Ἀφιερωμένος παιδιόθεν στὸν Κύριο, ὁ ἅγιος Μεθό­διος κατέστη σκεῦος ἐκλογῆς τῆς θείας χάριτος καὶ χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Πατάρων - ἣ μᾶλλον Ὀλύμπου - τῆς Λυκίας. (Εἶναι γνωστότερος ὡς Μεθόδιος  Ὀλύ­μ­που. Τὸ ὅτι ἀναφέρονται ὡς ἔδρα του τὰ Πάταρα προ­έρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ διάλογός του Περὶ Ἀνα­στάσεως τοποθετεῖτε στὴν πόλη αὐτή.
Φημισμένος γιὰ τὴν μεγάλη φιλοσοφικὴ παιδεία του καὶ τὸν ζῆλο γιὰ τὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια, μετέβη ἀπὸ τὴν Μίλητο στὰ Πάταρα γιὰ νὰ συμμετάσχει σὲ μία συζήτηση γύρω ἀπὸ τὸ δόγμα τῆς Ἀναστάσεως. Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπισκέφθηκε τὶς κυριότερες πόλεις τῆς Λυκίας καὶ τῆς Παμφυλίας καὶ ταξίδεψε ἀκόμη πιὸ μακρυὰ προκει­με­νου νὰ ὑπερασπισθεῖ τὴν ἀληθινὴ Πίστη ἀπέναντι στοὺς ἐθνικοὺς φιλοσόφους.
Σὲ ἀπάντηση στὸν Πλάτωνα ποὺ ἐγκωμίαζε τὸν ἔρωτα καὶ ἀξίωνε νὰ τὸν ἀνυψώσει ἀπὸ τὸν ἔρωτα τῶν σωμάτων στὸν ἔρωτα τῶν νοητῶν, ὁ ἅγιος Μεθόδιος συ­νέθεσε μία θαυμαστὴ ἀπολογία τῆς παρθενίας καὶ τοῦ ἐνάρετου χριστιανικοῦ βίου: τὸ Συμπόσιον ἣ Περὶ Ἁγ­νεί­­ας. Ἐκθέτει τὸ ἔργο του μιμούμενος τὸν πλατωνικὸ τρόπο, ὡς συνομιλία ποὺ ἔλαβε χώρα στὸν κῆπο τῆς Κυ­ρίας Ἀρετῆς, ἀδελφῆς τῆς Φιλοσοφίας, ποὺ εἶναι φυτευ­μένος ὅπως ὁ Παράδεισος, στὴν Ἀνατολή, κατὰ τὴν δι­άρ­κεια τῆς ὁποίας δέκα παρθένες παίρνουν μὲ τὴν σει­ρὰ τὸν λόγο γιὰ νὰ ἐγκωμιάσουν τὴν ἁγνεία.
Ἡ πρώτη, ὀνόματι Μαρκέλλα, ἐπαίνεσε τὴν παρθε­νία ὡς ἀρετὴ ποὺ ἀσκούμενη ἐπὶ τῆς γῆς ὑψώνει τὸ ἅρ­μα τῆς ψυχῆς ἐκείνων ποὺ τὴν υἱοθετοῦν, ὁδηγώντας το στὴν ἀφθαρσία καὶ στὴν ὁμοίωση μὲ τὸν Θεὸ διὰ τῆς μι­μήσεως τοῦ Χριστοῦ, «τοῦ κατ’ ἐξοχὴν Παρθένου». Ἀπο­καλύπτει, ἐπίσης, τὸ τέλος τῆς παιδαγωγίας ποὺ χρησι­μοποίησε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ ὁδηγήσει σταδιακὰ τὴν ἀνθρω­πότητα πρὸς τὴν τελείωση: ἐπιτρέποντας πρῶτα τὶς αἱ­μο­μικτικὲς ἑνώσεις, κατόπιν τὴν πολυγαμία, γιὰ νὰ δώ­σει κατόπιν τὴν θέση της στὴν ἐγκράτεια τοῦ μοναδικοῦ γάμου καὶ τέλος στὴν παρθενία. Ἡ Θεοφιλία παρεμβαί­νει τότε γιὰ νὰ διευκρινίσει ὅτι δὲν θὰ πρέπει ἐν τούτοις νὰ περιφρονεῖτε ὁ γάμος, λέγοντας: «Ἄν τὸ μέλι εἶναι γλυ­κύτερο ἀπὸ τὶς ἄλλες τροφές, τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι οἱ ἄλλες εἶναι πικρές». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὅμοια μὲ ἕναν κῆπο ποὺ περιλαμβάνει ποικίλα ἄνθη, καὶ ἄλλα εἶναι τὰ ἄνθη τῆς παρθενίας, ἄλλα τῆς τεκνοποιίας καὶ ἄλλα τῆς ἁγνείας. Στὸ τέλος τῆς συζήτησης ὅλες οἱ παρθένες ἐπιδοκιμάζουν γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀποδοχὴ καὶ τὴν ἐκτίμησή τους ὅσον ἀφορᾶ τὸν γάμο.
Τρίτη στὴν σειρὰ ἡ Θάλεια ἐξέφρασε τὴν γνώμη ὅτι ἡ ἕνωση τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας εἶναι τὸ σύμβολο τῆς ἑνώσεως τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν Ἐκκλησία Του (βλέπε τὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους κεφάλαιο 5 στίχο 25), ἡ παρθενία εἶναι ἕνας πνευματικὸς γάμος ποὺ πραγματο­ποιεῖ ἀληθινὰ ἐκεῖνο τὸ Μέγα Μυστήριο τῆς ἑνώσεως τῆς ψυχῆς μὲ τὸν Νυμφίο της˙πρόσθεσε δὲ ὅτι ἃν ὁ γάμος παραχωρήθηκε κατ’ οἰκονομίαν στὴν ἀνθρωπότη­τα, λόγῳ τῆς ἁμαρτίας, ἡ παρθενία εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἡ Θεοπάτρα ὁλοκλήρωσε τοὺς λόγους αὐτοὺς ἀ­να­φέροντας ὅτι τίποτε δὲν συμβάλλει στὴν ἀποκατά­σταση τοῦ παραδείσιου βίου, στὴν καταλλαγὴ μὲ τὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀφθαρσία, ὅσο ὁ ἁγνὸς βίος. Ἐν συνεχείᾳ ἡ Θαλασσία δήλωσε ὅτι γιὰ νὰ εἶναι ἄξια τοῦ ὀνόματος αὐ­τοῦ, ἡ παρθένος πρέπει νὰ διατηρεῖται ἁγνὴ καθ’ ὁ­λο­κληρίαν, διὰ τῆς ἀφιερώσεως στὸν Θεὸ κάθε κινή­ματος τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς καὶ ὅτι στὴν σωμα­τι­κὴ ἁγνεία πρέπει νὰ προσθέσει ἐκείνη τοῦ στόματος, τῶν ὀφθαλμῶν, τῆς ἀκοῆς, τῆς ἁφῆς καὶ κυρίως τὴν ἁγνεία τῆς καρδιᾶς, ἡ ὁποία ἀνατείνουσα πρὸς τὸν Κύ­ριο δὲν σκέπτεται πλέον τίποτε τοῦ κόσμου τούτου καὶ δὲν βρίσκεται ὑπὸ τὸ κράτος τῆς ὀργῆς ἣ τῆς κενο­δο­ξίας.
Ἡ Ἀγάθη χρησιμοποίησε ἀπὸ τὴν μεριά της τὴν πα­ραβολὴ τῶν Δέκα Παρθένων (βλέπε στὸ κατὰ Ματ­θαῖον  εὐαγγέλιον Κεφάλαιο 25 στίχοι 1 -13), προκει­με­νου νὰ δείξει ὅτι ἡ παρθενία πρέπει νὰ προφυλάγεται μὲ προσοχὴ ἀπὸ τὶς ἐπιβουλὲς τῆς φθορᾶς. Ἐν συνεχείᾳ ὁ λόγος δόθηκε στὴν Προσίλλα, ἡ ὁποία ἐπιστρέφοντας στὴν θεολογικὴ πλευρὰ τοῦ ζητήματος δήλωσε ὅτι ἡ σάρκα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πρώτη νύμφη ποὺ ὁ Λόγος προσέλαβε γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταστήσει ὡς βασίλισσα, ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός, καὶ ἔτσι ὅλες οἱ παρθένες γίνονται ἀκόλουθές της. Ἐγκωμίασε μάλιστα τὴν παρθενία ὡς ἀνώτερη τοῦ μαρτυρίου, διότι συνίσταται ὄχι στὴν ἀντιμετώπιση τῆς δοκιμασίας γιὰ κάποιες στιγμές, ἀλλὰ στὴν ἐγκαρτέρηση τῶν ἐπιθέσεων τῆς λαγνείας σὲ ὁλό­κληρη τὴν ζωή. Ἦλθε ὕστερα ἡ σειρὰ τῆς Θέκλας, τὴν ὁποία οἱ ἄλλες παρθένες θαύμαζαν γιὰ τὶς γνώσεις της στὴν φιλοσοφία, τόσο στὴν θύραθεν ὅσο καὶ τὴν θεία. Ὁ λόγος της ἦταν ὁ μακρύτερος καὶ ἐγκωμίασε ἰδιαίτερα τὴν παρθενία ἡ ὁποία, ὅπως ὑποδηλώνει καὶ ἡ ἐτυμο­λο­γία της, στέκεται παρὰ-Θεόν, καὶ δίνει φτερὰ στὴν ψυχὴ γιὰ νὰ διάγει ἐπὶ γῆς πολιτεία ὅμοια μὲ ἐκείνη τῶν ἀγ­γέλων στὸν οὐρανό.
Ἡ συνομιλία ὁλοκληρώθηκε μὲ τοὺς λόγους τῆς Τυ­σιανῆς καὶ τῆς Δομνίκης, οἱ ὁποῖες ἀνέπτυξαν ἀμ­φότερες ἀλληγορικὲς ἑρμηνεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ Κυρία Ἀρετὴ πῆρε ἐν κατακλείδι τὸν λόγο ἀναφέ­ρο­ντας ὅτι ἡ παρθενία δὲν μπορεῖ νὰ περιορίζεται στὴν ἐγ­κράτεια τῆς γενετήσιας ὁρμῆς, ἀλλὰ ἔγκειται στὴν ἀφιέ­ρωση στὸν Θεὸ ὅλων τῶν κινημάτων τῆς ψυχῆς καὶ τῶν αἰσθήσεων˙ ἀπένεινε δὲ τὸν στέφανο στὴν Θέκλα. Ἐκεί­νη τότε ἔψαλε ὕμνο πρὸς τιμὴν της παρθενίας, στὸν ὁ­ποῖο οἱ ἄλλες παρθένες σχηματίζοντας χορὸ γύρω της ἀπα­ντοῦσαν μὲ τὴν ἐπωδό: «Θὰ μείνω ἁγνή, ὦ Νυμφίε μου, καὶ θὰ ἔλθω πρὸς συνάντησή Σου κρατώντας στὸ χέ­ρι ὁλόφωτη λαμπάδα».
Κατὰ τὶς περιοδεῖες του ὁ ἅγιος Μεθόδιος ἦλθε σὲ ἀντίθεση μὲ γνωστικοὺς καὶ ἄλλους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖ­οι περιφρονοῦσαν τὸ σῶμα καὶ τὴν αἰσθητὴ κτίση, δεί­χνοντας ὅτι τίποτε κακὸ δὲν δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό. Κυρίως ὅμως, ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ διέγνωσε τὰ σφά­λματα τοῦ Ὠριγένους καὶ καταπολέμησε μὲ σφοδρότητα τὸ δόγμα του περὶ προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν καὶ τῆς πτώ­σης τους στὰ σώματα σὰν σὲ φυλακή, ἄποψη ποὺ εἶχε ὡς συνέπεια τὸ νὰ ἀρνεῖτε τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων.
Μετὰ ἀπὸ τόσους ἀγῶνες ποὺ ἔδωσε γιὰ τὴν ἀλή­θεια καὶ ἀφήνοντας ἕνα μεγάλο συγγραφικὸ ἔργο μὲ ἐσχατολογικὸ περιεχόμενο, ὁ ἅγιος Μεθόδιος ἀποκεφα­λί­σθηκε στὴν Χαλκίδα τῆς Συρίας, κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Λικινίου (περίπου τὸ 311).

SIMONPETER