filmov
tv
«Η αρπαγή της γυναικός του Ακρίτη»/Τηλέμαχος Παπαγεωργίου

Показать описание
Ως έτρωγα κι’ ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα,
ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου εράη,
κ’ εμένα ο νους μου το βαλε, παντρεύουν την καλή μου,
με κάποιον άλλον τη βλογούν κ’ εκείνη δεν τον θέλει,
παντρευαρραβωνιάζουν την κ’ εμένα μ’ αστοχούνε.
Περνώ και πάω στους μαύρους μου, τους εβδομηνταπέντε.
«Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι,
ποιος είν' αψύς και γλήγορος, να τον καβαλλικέψω,
ν' αστράψη στην ανατολή και να βρεθή στη δύση»;
Οι μαύροι μου όσοι τ’ άκουσαν ούλοι βουβοί απομείναν,
κι’ όσες φοράδες τάκουσαν έριξαν τα πουλάρια·
κ’ ένας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος,
κείνος απολογήθηκε, γυρίζει και μου λέει:
«Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι’ αν είναι.
Όπου είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια μουλάρια,
όπου είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο.
Εγώ είμαι γέρος κι’ άχαρος, ταξίδια δε μου πρέπουν,
μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω,
οπού μ' ακριβοτάγιζε στο γύρο της ποδιάς της,
κι’ οπού μ’ ακριβοπότιζε στη χούφτα του χεριού της.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου με δυο με τρία μαντήλια,
και σφίξε τη μεσούλα σου με δυο με τρία ζουνάρια,
να μη σε φάη η βουή και ντραλιστής και πέσης.
Και μη σε πάρη κουρτεσιά και βάλης φτερνιστήρι,
και θυμηθώ τη νιότη μου και κάμω σαν πουλάρι,
και σπείρω τα μυαλούδια σου σ’ εννιά μοδιώ χωράφι».
Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλλικεύει.
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
Στη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει:
«Θε μου, να βρω τον κύρη μου στ’ αμπέλι να κλαδεύη».
Σα χριστιανός που το λεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κι’ απάντησε τον κύρη του, που κλάδευε στ’ αμπέλι.
«Καλώς τα κάνεις, γέροντα, το τίνος είν' τ’ αμπέλι;
— Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου.
Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
— Παρακαλώ σε, γέροντα, αλήθεια να με δώσης,
τάχα θα φτάσω στη χαρά, θα φτάσω και στο γάμο;
— Αν έχης μαύρο γλήγορο στο σπίτι τούς προφτάνεις,
κι’ αν είν’ οκνός ο μαύρος σου στην εκκλησιά τους βρίσκεις».
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
Στη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει:
«Θε μου, να βρω τη μάννα μου στον κήπο να ποτίζη!»
Σα χριστιανός που το λεγε, σαν άγιος εξακούστη,
και βρήκε τη μαννούλα του, που πότιζε τον κήπο.
«Ώρα καλή, γερόντισσα, το τίνος είν' ο κήπος;
— Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου,
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρη νάλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
— Πες μου να ζης, γερόντισσα, φτάνω κ’ εγώ στο γάμο;
— Αν έχης μαύρο γλήγορο, στο σπίτι τούς προφτάνεις,
κι’ αν είν’ οκνός ο μαύρος σου, στην εκκλησιά τους βρίσκεις».
Δίνει του μαύρου του βιτσιά, στη χώρα κατεβαίνει.
Εκεί σιμά, εκεί κοντά στο σπίτι του να φτάση,
ο μαύρος του χλιμίντρισε κ’ η κόρη αναστενάζει.
«Τι έχεις, κόρη μ’, και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις,
τα ρούχα σου δεν είν’ καλά, ή τα φλωριά σου λίγα;
— Φωτιά να κάψ’ τα ρούχα σου και λάβρα τα φλωριά σου,
τι ο μαύρος που χλιμίντρισε σαν του καλού μου μοιάζει.
— Αν είν’ ο πρώτος άντρας σου, να βγω να τον σκοτώσω.
— Δεν είν’ ο πρώτος άντρας μου, να βγεις να τον σκοτώσης,
μόν’ είν’ ο πρώτος μου αδερφός, μου φέρνει τα προικιά μου.
— Αν είν' ο πρώτος σου αδερφός, έβγα να τον κέρασης».
Χρυσό ποτήρι νάρπαξε να βγη να τον κεράση.
«Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου κέρνα, κόρη».
Το μαύρο του χαμήλωσε κ’ η κόρη απάνω ευρέθη.
Βγάλλει και το χρυσό σπαθί και τ’ αργυρό μαχαίρι,
δίνει του μαύρου του βιτσιά κ’ επήρε χίλια μίλλια,
μηδέ το μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του.
Ο που είχε μαύρο γλήγορο νείδε τον κορνιαχτό του,
κι’ ο που είχε μαύρο κ’ είν’ οκνός, μηδέ τον κορνιαχτό του
ο μαύρος μου χλιμίντρισε και το σπαθί μου εράη,
κ’ εμένα ο νους μου το βαλε, παντρεύουν την καλή μου,
με κάποιον άλλον τη βλογούν κ’ εκείνη δεν τον θέλει,
παντρευαρραβωνιάζουν την κ’ εμένα μ’ αστοχούνε.
Περνώ και πάω στους μαύρους μου, τους εβδομηνταπέντε.
«Μαύροι μου ακριβοτάγιστοι και μοσκαναθρεμμένοι,
ποιος είν' αψύς και γλήγορος, να τον καβαλλικέψω,
ν' αστράψη στην ανατολή και να βρεθή στη δύση»;
Οι μαύροι μου όσοι τ’ άκουσαν ούλοι βουβοί απομείναν,
κι’ όσες φοράδες τάκουσαν έριξαν τα πουλάρια·
κ’ ένας γρίβας παλιόγριβας, σαρανταπληγιασμένος,
κείνος απολογήθηκε, γυρίζει και μου λέει:
«Εγώ είμαι αψύς και γλήγορος να πάγω όθε κι’ αν είναι.
Όπου είναι γάμος και χαρά πάνε τα νια μουλάρια,
όπου είναι πόλεμος φρικτός παίρνουν εμέ το γέρο.
Εγώ είμαι γέρος κι’ άχαρος, ταξίδια δε μου πρέπουν,
μα για χατίρι της κυράς να μακροταξιδέψω,
οπού μ' ακριβοτάγιζε στο γύρο της ποδιάς της,
κι’ οπού μ’ ακριβοπότιζε στη χούφτα του χεριού της.
Μόν' δέσε το κεφάλι σου με δυο με τρία μαντήλια,
και σφίξε τη μεσούλα σου με δυο με τρία ζουνάρια,
να μη σε φάη η βουή και ντραλιστής και πέσης.
Και μη σε πάρη κουρτεσιά και βάλης φτερνιστήρι,
και θυμηθώ τη νιότη μου και κάμω σαν πουλάρι,
και σπείρω τα μυαλούδια σου σ’ εννιά μοδιώ χωράφι».
Στρώνει γοργά το μαύρο του, γοργά καβαλλικεύει.
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
Στη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει:
«Θε μου, να βρω τον κύρη μου στ’ αμπέλι να κλαδεύη».
Σα χριστιανός που το λεγε, σαν άγιος εξακούστη,
κι’ απάντησε τον κύρη του, που κλάδευε στ’ αμπέλι.
«Καλώς τα κάνεις, γέροντα, το τίνος είν' τ’ αμπέλι;
— Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου.
Σήμερα της καλίτσας του της δίνουν άλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
— Παρακαλώ σε, γέροντα, αλήθεια να με δώσης,
τάχα θα φτάσω στη χαρά, θα φτάσω και στο γάμο;
— Αν έχης μαύρο γλήγορο στο σπίτι τούς προφτάνεις,
κι’ αν είν’ οκνός ο μαύρος σου στην εκκλησιά τους βρίσκεις».
Δίνει βιτσιά του μαύρου του και πάει σαράντα μίλλια,
και μεταδευτερώνει του και πάει σαρανταπέντε.
Στη στράτα νοπού πήγαινε το θιον επαρακάλει:
«Θε μου, να βρω τη μάννα μου στον κήπο να ποτίζη!»
Σα χριστιανός που το λεγε, σαν άγιος εξακούστη,
και βρήκε τη μαννούλα του, που πότιζε τον κήπο.
«Ώρα καλή, γερόντισσα, το τίνος είν' ο κήπος;
— Της ερημιάς, της σκοτεινιάς, του γιου μου του φευγάτου,
που σήμερα η γυναίκα του θα πάρη νάλλον άντρα,
εψές επήραν τα προικιά και σήμερα τη νύφη.
— Πες μου να ζης, γερόντισσα, φτάνω κ’ εγώ στο γάμο;
— Αν έχης μαύρο γλήγορο, στο σπίτι τούς προφτάνεις,
κι’ αν είν’ οκνός ο μαύρος σου, στην εκκλησιά τους βρίσκεις».
Δίνει του μαύρου του βιτσιά, στη χώρα κατεβαίνει.
Εκεί σιμά, εκεί κοντά στο σπίτι του να φτάση,
ο μαύρος του χλιμίντρισε κ’ η κόρη αναστενάζει.
«Τι έχεις, κόρη μ’, και θλίβεσαι και βαριαναστενάζεις,
τα ρούχα σου δεν είν’ καλά, ή τα φλωριά σου λίγα;
— Φωτιά να κάψ’ τα ρούχα σου και λάβρα τα φλωριά σου,
τι ο μαύρος που χλιμίντρισε σαν του καλού μου μοιάζει.
— Αν είν’ ο πρώτος άντρας σου, να βγω να τον σκοτώσω.
— Δεν είν’ ο πρώτος άντρας μου, να βγεις να τον σκοτώσης,
μόν’ είν’ ο πρώτος μου αδερφός, μου φέρνει τα προικιά μου.
— Αν είν' ο πρώτος σου αδερφός, έβγα να τον κέρασης».
Χρυσό ποτήρι νάρπαξε να βγη να τον κεράση.
«Δεξιά μου στέκα, λυγερή, ζερβά μου κέρνα, κόρη».
Το μαύρο του χαμήλωσε κ’ η κόρη απάνω ευρέθη.
Βγάλλει και το χρυσό σπαθί και τ’ αργυρό μαχαίρι,
δίνει του μαύρου του βιτσιά κ’ επήρε χίλια μίλλια,
μηδέ το μαύρον είδανε, μήτε τον κορνιαχτό του.
Ο που είχε μαύρο γλήγορο νείδε τον κορνιαχτό του,
κι’ ο που είχε μαύρο κ’ είν’ οκνός, μηδέ τον κορνιαχτό του