filmov
tv
Ἐξ «Οἰδίποδος Τυράννου» στ. 774-833.

Показать описание
Ἔμμετρος μεταγραφὴ Θεοδόση Ἀγγ. Παπαδημητροπούλου.
Ὁ Κορίνθιος Πόλυβος πατέρας μου ἦτo,
ἡ Μερόπη Δωρὶς μητέρα. Ἄνδρα μὲ εἶχαν
μέγιστον τῶν ἀστῶν ἐκεῖ, πρὶν τύχη ἐμένα
τέτοια σταθῇ, παρ᾽ ὅτι αὐτὴ ἀπορίας ἀξία,
γιὰ ἰδική μου ἐνασχόλησι ὅμως ἀναξία:
Ἄνδρας ᾽σὲ δεῖπνα ὡς ἦτο ἐκεῖνος πλήρης μέθης,
ἐμένα ἐκάλεσε υἱὸν νόθον τοῦ πατρός μου.
Κ᾽ ἐγώ, ᾽σὰν βάρυνα, ἐκείνη τὴν ἡμέρα
μόλις ἐκρατήθην, τὴν δὲ ἄλλη ἐπῆγα τότε
᾽σὲ μητέρα-πατέρα καὶ ἤλεγχα· δυσφόρως
ἐπῆραν αὐτοὶ τ᾽ ὄνειδος ᾽ποὺ ἐξεστομήθη.
Κ᾽ ἐγὼ ἐχαιρόμην μὲ τῶν δυὸ τὸν λόγον, ὅμως
πάντα ἔτρωγε· ᾽ποὺ ἐσέρνετο κακὸ μεγάλο.
Λάθρᾳ ἐγὼ ἀπὸ μητέρα καὶ πατέρα ὑπάγω
πρὸς τὴν Πυθώ, καὶ ὁ Φοῖβος μένα γιὰ ὅσα ἐπῆγα
ἄτιμο ἔπεμψε ὀπίσω· τοῦ ἄθλιου ὅμως ἄλλα
δεινά ἐφανέρωσε καὶ δυστυχῆ, ᾽σὰν εἶπε:
ὡς θὲ ᾽νὰ σμίξω μὲ τὴν μάννα μου καὶ γένος
ἀβάστακτο ᾽νὰ φανερώσω ᾽ς τοὺς ἀνθρώπους,
τοῦ πατρός μου ᾽ποὺ μ᾽ ἔσπειρε φονεὺς ᾽νὰ γίνω.
Κ᾽ ἐγώ, αὐτά ὁταν ἤκουσα, τῆς Κορινθίας
λοιπὸν τῆς χώρας – ἐκμετρῶντας τ᾽ ἄστρα ἐπάνω –
ἔφυγα, κεῖ μήποτε τῶν κακῶν ᾽νὰ βλέπω
τ᾽ ὄνειδος τῶν χρησμῶν ᾽ς ἐμένα ᾽νὰ ἐκτελῆται.
Προχωρῶντας ᾽ς τοὺς τόπους ἔφθασα, ἐκείνους
᾽ποὺ λέγεις σὺ ὅτι αὐτὸς ὁ τύραννος ἐχάθη.
Κ᾽ ἐσὲ θὰ εἰπῶ, γυναῖκα, τὸ ἀληθές: τριπλῆς ὡς
ἐπροχωροῦσα ἐτούτης τῆς ὁδοῦ πλησίον,
ἐμένα ἐκεῖ ἕνας κῆρυξ, κ᾽ ἐπάνωθε ᾽ς ἵππου
ἅμαξα ἄνδρας ἀνεβασμένος – καθὼς λέγεις –,
συνήντησαν· καὶ ὁ ἔμπροσθεν, ἀπὸ τὸν δρόμο,
καὶ ὁ γέρος ὁ ἴδιος μ᾽ ἐξεδίωκαν βιαίως.
Κ᾽ ἐγὼ τὸν ὁδηγὸν ὁποὺ ἦτο ᾽νὰ μ᾽ ἐκτρέψῃ
μὲ ὀργή κτυπῶ· κ᾽ ἐμὲ ὁ πρεσβύτης, καθὼς βλέπει,
δίπλα κεῖ ᾽ς τοὺς τροχοὺς τηρῶντας μέσον ᾽νὰ ἔλθω,
᾽ς τὴν κεφαλὴ διπλό κεντρὶ μοῦ κατεβάζει.
Μὰ τίμημα ἴσο ᾽δέν ἐπῆρε, ᾽ποὺ συντόμως
ὕπτιος μὲ ραβδί ᾽ς τὸ χέρι κτυπημένος
αὐτὸς κυλιέται εὐθύς ᾽ς τὴν μέση τῆς ἁμάξης·
σκοτώνω δὲ τοὺς πάντες.
____________________________Ἂν ὅμως ὁ ξένος
τοῦτος ἔχῃ συγγένεια ἴσως μὲ τὸν Λάιο,
ποιός ἀθλιώτερος αὐτοῦ τοῦ ἀνδρὸς θὲ ᾽νὰ εἶναι;
Ἐχθρὸν χειρότερο οἱ θεοί ᾽νὰ εἰχαν ἐκείνου
᾽ποὺ ἀπαγορεύεται ὅποιος τῶν ἀστῶν καὶ ξένων
᾽νὰ δέχεται ᾽ς τοὺς δόμους, λόγο ᾽νὰ τοῦ λέγῃ,
μὰ ᾽νὰ ἐκδιώκῃ ἀπὸ τοὺς οἴκους;: ᾽Δέν εἰναι ἄλλος
ἀπὸ ἐμένα ᾽ποὺ ἐπάνω μου ἔρριψα κατάρες.
Τὴν κλίνη τοῦ θανόντος μὲ τὰ δυό μου χέρια
μιαίνω φονικά· ἆρα κακός ᾽δὲν εἶμαι;
Ἆραγε ἀνόσιος μέγας; Ἐὰν χρεία ᾽νὰ φύγω,
καὶ φυγὰς ἰδικούς μου ᾽δέν εἰναι ᾽νὰ βλέπω
οὔτε πατρίδα ᾽νὰ βαδίσω, μὴ καὶ γάμος
μὲ μητέρα καὶ φόνος τοῦ πατέρα γίνῃ
Πολύβου, ᾽ποὺ εἶμαι γόνος του καὶ ἀνάθρεμμά του.
Ἆρα ἀπὸ δαίμονα αἱμοβόρο ἂν κάποιος τοῦτα
τὰ πάθη ἔκρινε ἀνδρός, ὀρθός ᾽δὲν θὰ ἦτο λόγος;
Μήποτε, μήποτε – θεῶν ἁγνὸ τὸ σέβας! –
᾽νὰ ἔβλεπα ἐτούτη τὴν ἡμέρα, τῶν βροτῶν πλια
ἄφαντος πρῶτα ᾽νὰ ἔφευγα, μὴ ἰδῶ μιὰ τέτοια
κηλῖδα συμφορᾶς ᾽πάνω μου ᾽νὰ ἔχῃ πέσει.
[Ἀναγιγνώσκει ὁ ἴδιος· ἐπ' ἴσης ἰδική του ἡ σύνθεσι.]
Ὁ Κορίνθιος Πόλυβος πατέρας μου ἦτo,
ἡ Μερόπη Δωρὶς μητέρα. Ἄνδρα μὲ εἶχαν
μέγιστον τῶν ἀστῶν ἐκεῖ, πρὶν τύχη ἐμένα
τέτοια σταθῇ, παρ᾽ ὅτι αὐτὴ ἀπορίας ἀξία,
γιὰ ἰδική μου ἐνασχόλησι ὅμως ἀναξία:
Ἄνδρας ᾽σὲ δεῖπνα ὡς ἦτο ἐκεῖνος πλήρης μέθης,
ἐμένα ἐκάλεσε υἱὸν νόθον τοῦ πατρός μου.
Κ᾽ ἐγώ, ᾽σὰν βάρυνα, ἐκείνη τὴν ἡμέρα
μόλις ἐκρατήθην, τὴν δὲ ἄλλη ἐπῆγα τότε
᾽σὲ μητέρα-πατέρα καὶ ἤλεγχα· δυσφόρως
ἐπῆραν αὐτοὶ τ᾽ ὄνειδος ᾽ποὺ ἐξεστομήθη.
Κ᾽ ἐγὼ ἐχαιρόμην μὲ τῶν δυὸ τὸν λόγον, ὅμως
πάντα ἔτρωγε· ᾽ποὺ ἐσέρνετο κακὸ μεγάλο.
Λάθρᾳ ἐγὼ ἀπὸ μητέρα καὶ πατέρα ὑπάγω
πρὸς τὴν Πυθώ, καὶ ὁ Φοῖβος μένα γιὰ ὅσα ἐπῆγα
ἄτιμο ἔπεμψε ὀπίσω· τοῦ ἄθλιου ὅμως ἄλλα
δεινά ἐφανέρωσε καὶ δυστυχῆ, ᾽σὰν εἶπε:
ὡς θὲ ᾽νὰ σμίξω μὲ τὴν μάννα μου καὶ γένος
ἀβάστακτο ᾽νὰ φανερώσω ᾽ς τοὺς ἀνθρώπους,
τοῦ πατρός μου ᾽ποὺ μ᾽ ἔσπειρε φονεὺς ᾽νὰ γίνω.
Κ᾽ ἐγώ, αὐτά ὁταν ἤκουσα, τῆς Κορινθίας
λοιπὸν τῆς χώρας – ἐκμετρῶντας τ᾽ ἄστρα ἐπάνω –
ἔφυγα, κεῖ μήποτε τῶν κακῶν ᾽νὰ βλέπω
τ᾽ ὄνειδος τῶν χρησμῶν ᾽ς ἐμένα ᾽νὰ ἐκτελῆται.
Προχωρῶντας ᾽ς τοὺς τόπους ἔφθασα, ἐκείνους
᾽ποὺ λέγεις σὺ ὅτι αὐτὸς ὁ τύραννος ἐχάθη.
Κ᾽ ἐσὲ θὰ εἰπῶ, γυναῖκα, τὸ ἀληθές: τριπλῆς ὡς
ἐπροχωροῦσα ἐτούτης τῆς ὁδοῦ πλησίον,
ἐμένα ἐκεῖ ἕνας κῆρυξ, κ᾽ ἐπάνωθε ᾽ς ἵππου
ἅμαξα ἄνδρας ἀνεβασμένος – καθὼς λέγεις –,
συνήντησαν· καὶ ὁ ἔμπροσθεν, ἀπὸ τὸν δρόμο,
καὶ ὁ γέρος ὁ ἴδιος μ᾽ ἐξεδίωκαν βιαίως.
Κ᾽ ἐγὼ τὸν ὁδηγὸν ὁποὺ ἦτο ᾽νὰ μ᾽ ἐκτρέψῃ
μὲ ὀργή κτυπῶ· κ᾽ ἐμὲ ὁ πρεσβύτης, καθὼς βλέπει,
δίπλα κεῖ ᾽ς τοὺς τροχοὺς τηρῶντας μέσον ᾽νὰ ἔλθω,
᾽ς τὴν κεφαλὴ διπλό κεντρὶ μοῦ κατεβάζει.
Μὰ τίμημα ἴσο ᾽δέν ἐπῆρε, ᾽ποὺ συντόμως
ὕπτιος μὲ ραβδί ᾽ς τὸ χέρι κτυπημένος
αὐτὸς κυλιέται εὐθύς ᾽ς τὴν μέση τῆς ἁμάξης·
σκοτώνω δὲ τοὺς πάντες.
____________________________Ἂν ὅμως ὁ ξένος
τοῦτος ἔχῃ συγγένεια ἴσως μὲ τὸν Λάιο,
ποιός ἀθλιώτερος αὐτοῦ τοῦ ἀνδρὸς θὲ ᾽νὰ εἶναι;
Ἐχθρὸν χειρότερο οἱ θεοί ᾽νὰ εἰχαν ἐκείνου
᾽ποὺ ἀπαγορεύεται ὅποιος τῶν ἀστῶν καὶ ξένων
᾽νὰ δέχεται ᾽ς τοὺς δόμους, λόγο ᾽νὰ τοῦ λέγῃ,
μὰ ᾽νὰ ἐκδιώκῃ ἀπὸ τοὺς οἴκους;: ᾽Δέν εἰναι ἄλλος
ἀπὸ ἐμένα ᾽ποὺ ἐπάνω μου ἔρριψα κατάρες.
Τὴν κλίνη τοῦ θανόντος μὲ τὰ δυό μου χέρια
μιαίνω φονικά· ἆρα κακός ᾽δὲν εἶμαι;
Ἆραγε ἀνόσιος μέγας; Ἐὰν χρεία ᾽νὰ φύγω,
καὶ φυγὰς ἰδικούς μου ᾽δέν εἰναι ᾽νὰ βλέπω
οὔτε πατρίδα ᾽νὰ βαδίσω, μὴ καὶ γάμος
μὲ μητέρα καὶ φόνος τοῦ πατέρα γίνῃ
Πολύβου, ᾽ποὺ εἶμαι γόνος του καὶ ἀνάθρεμμά του.
Ἆρα ἀπὸ δαίμονα αἱμοβόρο ἂν κάποιος τοῦτα
τὰ πάθη ἔκρινε ἀνδρός, ὀρθός ᾽δὲν θὰ ἦτο λόγος;
Μήποτε, μήποτε – θεῶν ἁγνὸ τὸ σέβας! –
᾽νὰ ἔβλεπα ἐτούτη τὴν ἡμέρα, τῶν βροτῶν πλια
ἄφαντος πρῶτα ᾽νὰ ἔφευγα, μὴ ἰδῶ μιὰ τέτοια
κηλῖδα συμφορᾶς ᾽πάνω μου ᾽νὰ ἔχῃ πέσει.
[Ἀναγιγνώσκει ὁ ἴδιος· ἐπ' ἴσης ἰδική του ἡ σύνθεσι.]