filmov
tv
Απρόσμενη πολιορκία2

Показать описание
Οράματα
Απρόσμενη Πολιορκία
Στου πύργου την κορφή ψηλά, σε δώμα υψωμένο
η βάγια βυζανιάρικο μωράκι νανουρίζει,
μ’αγέρι χειμωνιάτικο να πνέει μανιασμένο,
στην κούνια τού γλυκομιλά και το αργολικνίζει.
Και πότε πότε η θύμηση σε δάση ταξιδεύει,
στα βάθη τους τ’απάτητα ο νους της αλαργεύει
και μαζεμένα τα παιδιά ακούνε βυθισμένα
στα παραμύθια της γριάς, καιρό πολύ χαμένα.
Για τα σπαθιά που οι ξωθιές κρατάνε φυλαγμένα
κι ιππότες που στην ξενιτιά χαθήκαν να γυρέψουν,
να δείξουνε παλικαριά, στεφάνια για να δρέψουν,
και πλούτο από κουρσάρικα αρχαία βυθισμένα.
Για στρατηλάτη βασιλιά που είχε θανατώσει
της θάλασσας παλιό θεριό με τόξο τιμημένο,
σε άλογο πετούμενο καβάλα, για να σώσει
μια κόρη δροσοστάλαχτη σε κήπο βυθισμένο.
Για γίγαντες και δράκοντες που μπλέξανε σ’ αμάχη
μ’ αρχέγονους σκληρούς θεούς που πέσανε στη λήθη,
να δούνε αυτά τα χώματα ποιος τάχατε θα τά ’χει,
και πια λογίζουν άνθρωποι αρχαίο παραμύθι.
Θυμάται η βάγια τα παλιά, στενάζει και δακρύζει,
που ήταν κόρη δροσερή, απάντρευτη ακόμα,
σε οικογένεια αρχοντική κι ο βάρδος μουρμουρίζει
στο φωτισμένο από δαυλούς του πύργου αυτού το δώμα.
Ανάρια αγγίζει τις χορδές και τραγουδά θλιμμένα
και ρίγη από ζεστασιά σε τζάκι αναμμένο,
ανατριχίλα στο κορμί σαν χέρια αγαπημένα
να της χαϊδεύουν την καρδιά σε σώμα μουδιασμένο.
Φριχτή ακούγεται βοή και σάλπιγγας ο ήχος,
πολέμου άγριες ιαχές και γκάιντας μουσικές,
οι άγριοι πολιορκητές να ζώνουνε το τείχος
απ’ τον βορρά πολεμιστές σ’ορδές βαρβαρικές.
Φωτιές λαμπρές φλογίζουνε τους λόφους και τα πλοία,
κουρσάρικα πειρατικά με λύσσα οπλισμένα,
εχθροί πολλοί συνάχτηκαν ν’αρπάξουνε τη λεία,
στον ουρανό μαζεύτηκαν τα όρνια πεινασμένα.
Μια καταιγίδα τρομερή που κεραυνοί βροντάνε,
σαν από δάχτυλα θεού στου ουρανού τ’ ανώγια,
από καιρό οι μαχητές τ’ οχτρού παραφυλάνε
και οι γυναίκες αρχινούν φριχτά τα μοιρολόγια.
Αρρώστια και λιμός καιρό, χολέρα θανατώνει
μα η σκυφτή γερόντισσα το βρέφος νανουρίζει,
μαζί το σώμα, την ψυχή ο χάροντας ζυγώνει,
μα η φωνή της ν’ ακουστεί στην ταραχή πασχίζει.
Το βυζανιάρικο ξυπνά, τσιρίζει απελπισμένο,
ενώ οχτροί ζυγώνουνε, τα σμήνη τους ακρίδες,
καιρό μηνούσαν οιωνοί πως είναι το γραμμένο
του κύρη η σκληρότητα να φέρει καταιγίδες.
Ο βάρδος παίζει δυνατά, η μουσική σκεπάζει
και το τραγούδι της γριάς υψώνεται να ηχήσει,
και ό,τι έξω γίνεται ασήμαντο φαντάζει,
ενώ το παίρνει αγκαλιά να το παρηγορήσει.
Μη σκιάζεσαι αρχοντόπουλο τους ίσκιους και τα σκότη,
μάχες εδόθησαν πολλές στον τόπο μας αιώνες,
πολλά θα δεις στο διάβα σου, στο άνθισμα, τη νιότη
θα έρθει η καλοκαιριά, θα φύγουν οι χειμώνες.
Οι κίνδυνοι μες στη ζωή περαστικοί θε να’ ναι,
λουλούδι μες στην παγωνιά ανθίζει η ειρήνη,
θ’ αγωνιστείς στη μάχητα, γι’αυτό κουράγιο κάνε,
ο πόνος σου περαστικός θα είναι κι η οδύνη.
Κι αν κάποιοι σε λαβώσουνε στη μάχη, σε νικήσουν,
αν έρθουν δίσεκτες χρονιές, σκληρή δοκιμασία,
θα έρθουν πάλι οι χαρές, στο φως να σ’ οδηγήσουν,
οι γάμοι, το ξεφάντωμα και ό,τι έχει αξία.
Στη ζήση αυτή περαστικοί σαν άνεμος περνάμε,
στο διάβα μας αφήνουμε μονάχα λίγα χάδια,
απλή κουβέντα στοργική μ’ αυτούς που συμπονάμε,
το σμίξιμο μας στη φωτιά τα παγωμένα βράδια.
Όσο γυρνάει ο τροχός, ο ήλιος, το φεγγάρι
θα φέγγουνε στον ουρανό να δίνουνε ελπίδα
στον θόλο πάνω του ουρανού λυχνάρι και φανάρι,
ενώ περνάει η οργή και κάθε καταιγίδα.
Καθώς τα λέει η γριά, γλυκά αποκοιμιέται,
κρεμιέται κει στον κόρφο της, ακούει να μιλάει,
η μάχη έξω μαίνεται, μα αυτό περιπλανιέται,
σε όνειρα γλυκά κι αγνά αμέριμνο κυλάει.
Απρόσμενη Πολιορκία
Στου πύργου την κορφή ψηλά, σε δώμα υψωμένο
η βάγια βυζανιάρικο μωράκι νανουρίζει,
μ’αγέρι χειμωνιάτικο να πνέει μανιασμένο,
στην κούνια τού γλυκομιλά και το αργολικνίζει.
Και πότε πότε η θύμηση σε δάση ταξιδεύει,
στα βάθη τους τ’απάτητα ο νους της αλαργεύει
και μαζεμένα τα παιδιά ακούνε βυθισμένα
στα παραμύθια της γριάς, καιρό πολύ χαμένα.
Για τα σπαθιά που οι ξωθιές κρατάνε φυλαγμένα
κι ιππότες που στην ξενιτιά χαθήκαν να γυρέψουν,
να δείξουνε παλικαριά, στεφάνια για να δρέψουν,
και πλούτο από κουρσάρικα αρχαία βυθισμένα.
Για στρατηλάτη βασιλιά που είχε θανατώσει
της θάλασσας παλιό θεριό με τόξο τιμημένο,
σε άλογο πετούμενο καβάλα, για να σώσει
μια κόρη δροσοστάλαχτη σε κήπο βυθισμένο.
Για γίγαντες και δράκοντες που μπλέξανε σ’ αμάχη
μ’ αρχέγονους σκληρούς θεούς που πέσανε στη λήθη,
να δούνε αυτά τα χώματα ποιος τάχατε θα τά ’χει,
και πια λογίζουν άνθρωποι αρχαίο παραμύθι.
Θυμάται η βάγια τα παλιά, στενάζει και δακρύζει,
που ήταν κόρη δροσερή, απάντρευτη ακόμα,
σε οικογένεια αρχοντική κι ο βάρδος μουρμουρίζει
στο φωτισμένο από δαυλούς του πύργου αυτού το δώμα.
Ανάρια αγγίζει τις χορδές και τραγουδά θλιμμένα
και ρίγη από ζεστασιά σε τζάκι αναμμένο,
ανατριχίλα στο κορμί σαν χέρια αγαπημένα
να της χαϊδεύουν την καρδιά σε σώμα μουδιασμένο.
Φριχτή ακούγεται βοή και σάλπιγγας ο ήχος,
πολέμου άγριες ιαχές και γκάιντας μουσικές,
οι άγριοι πολιορκητές να ζώνουνε το τείχος
απ’ τον βορρά πολεμιστές σ’ορδές βαρβαρικές.
Φωτιές λαμπρές φλογίζουνε τους λόφους και τα πλοία,
κουρσάρικα πειρατικά με λύσσα οπλισμένα,
εχθροί πολλοί συνάχτηκαν ν’αρπάξουνε τη λεία,
στον ουρανό μαζεύτηκαν τα όρνια πεινασμένα.
Μια καταιγίδα τρομερή που κεραυνοί βροντάνε,
σαν από δάχτυλα θεού στου ουρανού τ’ ανώγια,
από καιρό οι μαχητές τ’ οχτρού παραφυλάνε
και οι γυναίκες αρχινούν φριχτά τα μοιρολόγια.
Αρρώστια και λιμός καιρό, χολέρα θανατώνει
μα η σκυφτή γερόντισσα το βρέφος νανουρίζει,
μαζί το σώμα, την ψυχή ο χάροντας ζυγώνει,
μα η φωνή της ν’ ακουστεί στην ταραχή πασχίζει.
Το βυζανιάρικο ξυπνά, τσιρίζει απελπισμένο,
ενώ οχτροί ζυγώνουνε, τα σμήνη τους ακρίδες,
καιρό μηνούσαν οιωνοί πως είναι το γραμμένο
του κύρη η σκληρότητα να φέρει καταιγίδες.
Ο βάρδος παίζει δυνατά, η μουσική σκεπάζει
και το τραγούδι της γριάς υψώνεται να ηχήσει,
και ό,τι έξω γίνεται ασήμαντο φαντάζει,
ενώ το παίρνει αγκαλιά να το παρηγορήσει.
Μη σκιάζεσαι αρχοντόπουλο τους ίσκιους και τα σκότη,
μάχες εδόθησαν πολλές στον τόπο μας αιώνες,
πολλά θα δεις στο διάβα σου, στο άνθισμα, τη νιότη
θα έρθει η καλοκαιριά, θα φύγουν οι χειμώνες.
Οι κίνδυνοι μες στη ζωή περαστικοί θε να’ ναι,
λουλούδι μες στην παγωνιά ανθίζει η ειρήνη,
θ’ αγωνιστείς στη μάχητα, γι’αυτό κουράγιο κάνε,
ο πόνος σου περαστικός θα είναι κι η οδύνη.
Κι αν κάποιοι σε λαβώσουνε στη μάχη, σε νικήσουν,
αν έρθουν δίσεκτες χρονιές, σκληρή δοκιμασία,
θα έρθουν πάλι οι χαρές, στο φως να σ’ οδηγήσουν,
οι γάμοι, το ξεφάντωμα και ό,τι έχει αξία.
Στη ζήση αυτή περαστικοί σαν άνεμος περνάμε,
στο διάβα μας αφήνουμε μονάχα λίγα χάδια,
απλή κουβέντα στοργική μ’ αυτούς που συμπονάμε,
το σμίξιμο μας στη φωτιά τα παγωμένα βράδια.
Όσο γυρνάει ο τροχός, ο ήλιος, το φεγγάρι
θα φέγγουνε στον ουρανό να δίνουνε ελπίδα
στον θόλο πάνω του ουρανού λυχνάρι και φανάρι,
ενώ περνάει η οργή και κάθε καταιγίδα.
Καθώς τα λέει η γριά, γλυκά αποκοιμιέται,
κρεμιέται κει στον κόρφο της, ακούει να μιλάει,
η μάχη έξω μαίνεται, μα αυτό περιπλανιέται,
σε όνειρα γλυκά κι αγνά αμέριμνο κυλάει.
Комментарии