Περδικούλα ημέρευα

preview_player
Показать описание
Ένα καλαματιανό παιγμένο στο όργανο με το στραβό μπράτσο για να μην κάθεται συνέχεια βουβό. Ας μου συγχωρήσετε τα λάθη στο παίξιμο. Το έπιασα πρώτη φορά μετά από μήνες κι άρχισα να παίζω. Δεν έχω άνεση.

Περδικού- βρ'αμάν αμάν- περδικούλα ημέρευα,
περδικούλα ημέρευα, κείνη αγριευότανε.

Θύμωσα. Την έδειρα (έδιωξα). Στα βουνά την έστειλα.
[Στα βουνά τα πετρωτά, τα μολυβοσκέπαστα]
Μιαν αυγή μια κονταυγή (Κυριακή), την αηκώ να κελαϊδεί.
Την αηκώ να κελαϊδεί, μες του εχθρού μου την αυλή.
- Πέτα η περδικούλα μου, κι έλα στα χερούλια μου.
- Τι καλό να θυμηθώ, για να πετάξω και να'ρθω;
- Αν σε ξαναδείρω εγώ, σ'εκκλησιά να μην εμβώ.
Рекомендации по теме