Rupax, Φτωχικά (Αθήνα 2024)

preview_player
Показать описание
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ
Έι, που πας Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω;
Στις τζιτζιφιές τις κόκκινες, στα κρεμαστά νερά που βαφτισμένο σ' έχω.
Πέρασαν άνθρωποι κακοί κι από τα χρόνια μου έκλεψαν μια μέρα
μα είναι ο αέρας περαστός εκεί και μένουν οι κακοί από πέρα.
Δώσε φιλάκι του παιδιού και στο πιο μικρό λουλούδι πες να με θυμάται.
Πως μίκρυνε θα πω η αυλή και το παιδί που σ' έκοψε κοιμάται.

(Οδυσσέας Ελύτης, Το κόκκινο άλογο από τη συλλογή «Το φωτόδενδρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά», Ίκαρος, Αθήνα 2006, ελαφρώς διασκευασμένο. Α’ εκτέλεση: Το κόκκινο άλογο, Δυνάμεις του Αιγαίου & Χρήστος Τσιαμούλης στον δίσκο «Ήχος Β’», Columbia 1985, με συμμετοχή της Αντωνίας Καλύβα.)

Η ΡΟΖΑ ΣΤΗΝ ΚΥΨΕΛΗ
Η Ρόζα θέλει να μείνει στην Κυψέλη
γιατί το Γκύζη πια δεν την αγγίζει
περνάει ήδη κάτω από τη Μουστοξύδη
και λέει στα ίσια πως βαριέται τα Βριλήσσια.
Ξέρει που πάει, Ευελπίδων περπατάει.

Φτηνά τα νοίκια και χαστούκια στα εθνίκια
μπογιές στα χέρια, σινεμά τα καλοκαίρια
κουτάκια μπύρας κι ένα γάρο στην Κερκύρας
για ένα χάδι, μία βόλτα κι ένα βράδυ.
Μα αν δεν το θέλεις, μην ανέβεις την Κυψέλης.

Σε ποιον ανήκει κι η δουλειά είναι μανίκι
ό,τι κι αν χάσει στην Φωκίωνος το γυρεύει
το αφεντικό της είναι σαν τον δάσκαλό της
κάτι της δίνει, κάτι όμως και της κλέβει.
Κι όποιος φοβάται, μένει σπίτι και κοιμάται.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Λένε πως τα μικρά παιδιά όταν αποκοιμούνται
παραμιλούν οι τύψεις τους κι ανθίζουν οι καμέλιες
στα υψίπεδα που βρίσκονται και μάτι δεν τις βλέπει
όπως δεν είδαμε ποτέ εριουργούς εργάτες
να πλέκουνε χιλιόκομπους σε πέρσικα κασμίρια
που τα πουλάνε οι έμποροι απ' τον Έβρο ως την Ταγγέρη
εκεί που οι ανθρώποι ζουν αλλιώς και γράφουν σ' άλλες γλώσσες
και με λιγότερο σαπούνι λούζουνε τα μαλλιά τους
κι αν κάποιον δουν στον ύπνο τους να τους προσφέρει δυόσμο
είναι σημάδι αλλόκοτο σταματημό δεν έχει
καθώς ο πόλεμος κινεί τα νήματα του κόσμου
έτσι ένας πόλεμος κινεί τα νήματα εντός μου.

Ο ΚΑΡΟΜΥΤΟΓΚΑΣ
Άνοιξη κι απ’ τα Πατήσια φεύγω σφαίρα με το βαν
πλένω σε πηγή βουνίσια το καρό μου το μπουφάν
πλημμυρίζουν το νερό μπλε και κόκκινα καρό
βγαίνει απ’ την πηγή ρυάκι γάργαρο και δροσερό.

Και ποτίζει σε λιγάκι το μποστάνι του σαλέ
βγαίνει κόκκινο σπανάκι, βγαίνουν δυο καρότα μπλε
πάει λαγός να πιει νερό, γίνεται λαγός καρό
κοίτα όσο κατεβαίνει το ρυάκι πως φαρδαίνει.

Ποταμάκι πάει τρεχάτο και ποτάμι παρακάτω
βάτραχοι αγνώστου είδους με μεγάλους μπαίνουν πήδους
στον ποταμό Χλουχλού!

Τα χωράφια με το στάρι τα ποτίζει στη στιγμή
κι ένας φούρνος στο Χαϊδάρι έβγαλε καρό ψωμί
γλάροι κρώζουν παπαρδέλες, στήνουν στον αφρό καβγά
κι όσοι έφαγαν σαρδέλες έκαναν καρό αβγά.

Στο βυθό της Αλβανίας μα και στη Μεσόγειο όλη
φόβος τρόμος είναι ήδη το καρό το καλαμάρι
κι έπαθε ένας αστερίας την ασθένεια μπουφανόλη
γιατί έφαγε ένα μύδι με καρό μαργαριτάρι

Διακοπές Αύγουστος μήνας, σαν το μάτι της κουζίνας
καίει ο ήλιος μάνι-μάνι της Μεσόγειο την λεκάνη
και την ακτή Χλουχλού!

Ώσπου τον Οκτώβρη όλοι βγαίνοντας απ’ το μετρό
βλέπουμε πάνω απ’ την πόλη ένα σύννεφο καρό
κι όταν βρέχει τον χειμώνα έξω από το σπίτι μου
πέφτει μια καρό σταγόνα -πλιτς- πάνω στη μύτη μου.

Και τη μύτη μου κοιτάζω όπου κι αν καθρεφτιστώ
κλαίω, κλαίω και φωνάζω, μπούχου πως θα εμφανιστώ
στο πάρτι της Μαριόγκας έτσι Καρομυτόγκας;

(Στίχοι: Μαριανίνα Κριεζή, Ο Καρομυτόγκας, Αιώρα, Αθήνα 2015, ελαφρώς διασκευασμένο)

ΤΟ ΜΑΓΙΚΟ ΠΑΣΑΤΕΜΠΟ
Μες στο μαγικό μας πασατέμπο
είμαστε ασφαλείς
δεν μας αγγίζει κανείς.
Απ’ το Μικρόκοσμο στο Odeon
διαδρομές των εραστών.
Μας περιβάλει ένα πελώριο πασατέμπο
μας συντροφεύει οκλαδόν
απ’ τις φωνές των αφελών.
Έλα μαγικό μου πασατέμπο
πέρασα μαζί του όμορφα
θα κοιμηθούμε κι αγκαλιά.

(συμμ. Γ. Τσ.)
Комментарии
Автор

Η ηχογράφηση έγινε τον Ιούλη του 2024 με τεχνικό ήχου τον Άρη Ντελιθέο.

MrRupax
Автор

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΓΑΛΗΝΗ;

Αν συγχωρέσεις τον εαυτό σου
αν καταφέρεις ν' αγαπήσεις λένε αυτό το μαύρο φως αλλάζει χρώμα
νομίζω λένε κάτι ακόμα.
Μοιάζουνε μαύρα τα νερά που ταξιδεύουμε
όμως εμείς βλέπουμε χρώματα κι ακόμα
πάνω στο μπάουντι λέμε αντέχουμε.
Στα μονοπάτια αυτά που χάραξες τα φίδια
ζητάνε να συρθώ για να περάσω
θα κατεβαίνω μέχρι να φτάσω
κάτω από τόνους πλαστικά σκουπίδια
εκεί που λάμπουν τα χαμένα δαχτυλίδια
στην αμμουδιά σου, να μη ξεχάσω
της μοναξιάς μου το γεράκι να γυμνάσω.
Τα φίδια κρέμονται απ' το δέντρο σαν φιλιά
μα αν τους ξεφύγω μπορεί να πιάσω
το άλογο σου απ' το λαιμό και αγκαλιά
να ταξιδεύουμε μέσα στη μέρα
που χρόνια τώρα τρέχω να προφτάσω.
Κι έναν βαρκάρη που όλο βιάζεται, θεέ μου τι να πω
αφήστε με ακόμα λίγο εδώ παρακαλώ
εκατομμύρια σταλακτίτες ουρανού, χρυσή βροχή
και σταλαγμίτες κατ’ εικόνα ομοιώματα, πλανήτης γη. Ω!
Εγώ ήθελα απλώς να πιω λίγο νερό μα εσύ διψούσες
για τον απέραντο βαθύ ωκεανό.
Κι όλο ρωτούσες αν πέρασα απ’ την ήπειρο των Μάγων
αν ξέρω να διαβάζω τον καιρό.
Λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου πριν να παραδοθώ
σε ρώτησα ποιοι μένουνε εδώ
κι εσύ μου απάντησες μέσα από τον καπνό
κοιμήσου τώρα έχουμε καιρό
αυτή είναι η γη των λωτοφάγων.
Τι είν’ η γαλήνη, τι είν’ η γαλήνη;
Αν συγχωρέσεις τον εαυτό σου
λένε πως βλέπεις την απάντηση γραμμένη στη σελήνη.

(Στίχοι: Παύλος Παυλίδης & Ξύλινα Σπαθιά, Το καράβι από τον δίσκο «Μια ματιά σαν βροχή», Virgin 1997 και Ο Ναυαγός από τον δίσκο «Ένας κύκλος στον αέρα», Virgin 2000, ελαφρώς διασκευασμένα.)



Η ΜΑΥΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η χοντρή η Ζοζεφίνα ήταν μαύρη αραπίνα
κι είχε ένα αδερφάκι, το χοντρούλι το Λαλάκι.
Ήτανε κι οι δυο φαγάδες και πολύ τεμπελχανάδες
κι όλο μες στο σπίτι μέναν, τρώγαν τρώγαν και χοντραίναν.

Μα μια μέρα στην κουζίνα στέναξε η Ζοζεφίνα
«Αχ, η μαύρη, τι θα κάνω; Απ’ το πάχος θα πεθάνω.
Μαύρα φίδια μ’ έχουν ζώσει κι έχω γίνει άλλη τόση
αχ, το μαύρο μου φουστάνι δεν μου μπαίνει δεν μου κάνει.

Και το άσπρο παντελόνι πάει πια δεν μου κουμπώνει
αχ οι πάστες, αχ οι σάλτσες, με στενεύουνε κι οι κάλτσες.
Μαύρα φίλε τα μαντάτα, έχω γίνει σαν ντουλάπα
κι εσύ μαύρε μου Λαλάκι, έχεις γίνει βαρελάκι».

Ύστερα με το Λαλάκι το κουβέντιασαν λιγάκι
κι αποφάσισαν ν’ αρχίσουν δίαιτα ν’ αδυνατίσουν.
Φρούτα φάγαν τη Δευτέρα, Τρίτη γάλα όλη μέρα
την Τετάρτη μια ντομάτα και την Πέμπτη μια σαλάτα.

Μα την Κυριακή το βράδυ, μες στο μαύρο το σκοτάδι
σηκωθήκανε κι οι δύο και ορμήσαν στο ψυγείο.
«Πω πω, έχω μαύρη πείνα» είπε η μαύρη Ζοζεφίνα
και μου μαύρισε το μάτι, γρήγορα να φάμε κάτι!

Μην τα βλέπεις μαύρα όλα, αδερφάκι μου ξεκόλλα!
Αν δεν θες ν’ αδυνατίσεις τότε υπάρχουν κι άλλες λύσεις:
Τέρμα δίαιτες και χόρτα, θα γκρεμίσουμε την πόρτα!

(Στίχοι: Παυλίνα Παμπούδη, Η Μαύρη Ιστορία: ιστορίες για γέλια και για χρώματα, Ροές 2014.)

MrRupax