Το κλειδί

preview_player
Показать описание
Ένα κλειδί στη Χαλκίδα

«Μαϊμού Tερεσί!», «Μαϊμού Tερεσί!»
Όταν προσπαθώ να θυμηθώ τη γιαγιά μου την Περσεφόνη, μου έρχεται στο μυαλό η φωνή της, την ώρα της κορύφωσης του ανατολίτικου παραμυθιού. Αυτού που μας έλεγε κάθε φορά που της ζητούσαμε να μας αφηγηθεί μια ιστορία. Ήταν καθηλωμένη στα τελευταία της χρόνια από ένα εγκεφαλικό, με το μισό της σώμα παράλυτο. Η μόνιμη θέση της ήταν μια καρέκλα σκηνοθέτη δίπλα στο παράθυρο στο σπίτι της θείας της Ασπασίας, που φρόντιζε αυτήν και τον παππού μου. Κάθε τόσο έπιανε με το γερό της χέρι το αριστερό, που ακουμπούσε βαρύ πάνω στο ξύλινο μπράτσο της πολυθρόνας και το μετέφερε στα πόδια της. Μετά από λίγο το επέστρεφε στη θέση του.

Το παραμύθι έχει και αυτό, όπως πολλά παραδοσιακά παραμύθια, επαναλήψεις. Τρεις γιοί ενός βασιλιά έριξαν από τρεις σαΐτες… και το μοτίβο τού τρία συνεχίζει ως το τέλος, όπου μια μαϊμού μεταμορφώνεται τελικά σε όμορφη κοπέλα. Τότε σκεφτόμουν ότι θα ήταν ωραίο αν μας έλεγε και καμιά άλλη ιστορία για αλλαγή, αν και εκείνα τα χρόνια βολευόμασταν με οτιδήποτε θα έκανε τον κόσμο των μεγάλων γύρω μας λιγότερο σοβαρό και βαρετό. Άλλωστε όπως είναι γνωστό, ως ένα βαθμό, στα παιδιά αρέσει να ακούν μια αφήγηση που ήδη ξέρουν. Τελευταία αναρωτιέμαι αν υπήρχε κάποιος πιο προσωπικός λόγος για όλη εκείνη την επανάληψη.

Αν και το ρεπερτόριό της θα εμπλουτιζόταν σημαντικά, σίγουρα θα δυσκολευόταν να μοιραστεί μαζί μας τις εμπειρίες της από την πρόσφατη ιστορία του 20ου αιώνα που τον έζησε σχεδόν ολόκληρο. Οι εκτοπίσεις, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Κατοχή, ο θάνατος ενός παιδιού από λευχαιμία, η Δικτατορία, δεν είναι θέματα για μικρά παιδιά. Σίγουρα ούτε η ίδια θα ήθελε το μυαλό της να γυρίζει σε αυτά. Θέλω να πιστεύω, ότι μέσα στη δύσκολη αλλά ασφαλή συνθήκη της τελευταίας δεκαετίας της ζωής της, είχε βρει μια ανακούφιση από τα φαντάσματα του παρελθόντος. Είχε σκεπάσει τα περασμένα με ένα ανατολίτικο κιλίμι και το είχε κλείσει σε ένα μπαούλο, από αυτά που κάποτε ο πατέρας της φόρτωσε γεμάτα με τα υπάρχοντά τους στο κατάστρωμα του καϊκιού τους, πριν αφήσουν οριστικά την πατρίδα τους. Ίσως αυτό που είχε μέσα και τα προικιά της. Εκεί φαντάζομαι ότι θα είχε κρύψει και το κλειδί του σπιτιού τους, για την περίπτωση που θα ξαναγύριζαν.

Από μία αφήγηση του πατέρα μου έφτασε και στα αυτιά μου μια από αυτές τις κρυμμένες βαθιά στο μπαούλο ιστορίες της γιαγιάς. Στα Χουχλιά, της νήσου Αλώνης, στη θάλασσα του Μαρμαρά το μεγαλύτερο μέρος των Ρωμιών ήταν ναυτικοί με δικά τους καΐκια. Έτσι όταν το 1922 οι ρωμαίικοι πληθυσμοί αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους για να έρθουν πρόσφυγες στην Ελλάδα, ο πατέρας της, Αναστάσης Ιωάννου, έδεσε αρόδο στον κόλπο μπροστά στο χωριό και με την βάρκα φόρτωσε ό,τι μπορούσε από την περιουσία τους. Όταν ήταν έτοιμοι να σηκώσουν την άγκυρα μια φωνή έσπασε την σιωπή τής δύσκολης εκείνης ώρας.
«Αριιιί! Ξεχάσαμε να αμπαρώσουμε το σπίτι!»
Όλοι γύρισαν προς τη μάνα της γιαγιάς μου που κουδούνιζε μια αρμαθιά με κλειδιά. Ο πατέρας ανέθεσε στη μικρή Περσεφόνη να πάρει το κλειδί του σπιτιού, να ανέβει στη βάρκα και να την αφήσουν στην ακτή να τρέξει, να κλειδώσει. Αυτή η μικρή περιπέτεια της γιαγιάς τελικά φάνηκε πως ήταν εντελώς άσκοπη, αφού δεν ξαναγύρισαν ποτέ. Όχι όμως και αδικαιολόγητη. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα, το 1918, είχαν επιστρέψει στο χωριό μετά την εκτόπιση του ’14 και πίστευαν, μάταια όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, ότι και αυτήν την φορά ο διωγμός θα ήταν προσωρινός.

Κάποια στιγμή συζητώντας για ’κείνη την περίοδο με τον φίλο μου από τη Θεσσαλονίκη, Τάσο Ζαφειριάδη, του αφηγήθηκα το περιστατικό κι εκείνος μου επισήμανε ένα ποίημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που μιλούσε για ένα άλλο κλειδί, από έναν άλλο διωγμό. Αυτόν των Σεφαραδιτών Εβραίων της πόλης του, από τη χώρα καταγωγής τους την Ισπανία.

Ένα κλειδί στη Θεσσαλονίκη

Αμπαρβανέλ, Φαρίας, ίσως Πινέδο,
φυλάνε ακόμα, από της Ισπανίας
τους ανόσιους διωγμούς μακριά τώρα,
το κλειδί κάποιου σπιτιού στο Τολέδο.

Ελεύθεροι πια από φόβους κι ελπίδες,
κοιτάζουν το κλειδί καθώς βραδιάζει·
ο μπρούντζος κρύβει παρελθόν και αποστάσεις,
λάμψη απαλή και απόμακρη πικρία.

Τώρα που η πόρτα του έχει πια γίνει στάχτη,
το μέταλλό του γίνεται κλείδα της διασποράς
και του ανέμου, όμοιο με κείνο το άλλο

το κλειδί του αδύτου που πέταξε κάποιος
μες στο γαλάζιο, όταν ο Ρωμαίος όρμησε με βία,
και κάποιο χέρι τ’ άρπαξε στον ουρανό.

Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης

Οι τρεις τελευταίες στροφές θα μπορούσε να μιλάνε για το κλειδί από την ιστορία της γιαγιάς της Περσεφόνης που –ποιος ξέρει;–, αν δεν το έχει αρπάξει κάποιο χέρι που αναδύθηκε από τα νερά του Αιγαίου καθώς το καΐκι ταξίδευε για τη νέα πατρίδα, όπως το χέρι του Θεού που άρπαξε το κλειδί των Εβραίων πριν οι Ρωμαίοι μπουν στον ναό του Σολομώντα, μπορεί να βρίσκεται ακόμα κρυμμένο σε κάποιο μπαούλο ανάμεσα σε κεντήματα και δαντέλες.
Рекомендации по теме