Εντυπωσιακή οφρύς της Ήβης (Ophrys hebes) στο φαράγγι του Μυλάοντα ποταμού

preview_player
Показать описание
Η Ophrys hebes [(Kalopissis)* B. Willing & E. Willing, 1980] είναι μια πανέμορφη ορχιδέα του γένους "Οφρύς", της οικογένειας Orchidaceae, ενδημική της Ελλάδας. Συνώνυμα: Ophrys sphegodes subsp. hebes [Kalopissis, 1975].
Με γεωγραφική εξάπλωση στη Βόρεια και Κεντρική Ελλάδα, τη Βόρεια και Νότια Πίνδο, την Ανατολική Κεντρική Ελλάδα, τη Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, θα τη συναντήσουμε σε υψόμετρα από 400 έως 1700 μέτρα, κυρίως σε δάση βελανιδιάς και ελάτων, ξέφωτα δασών και φαράγγια των βουνών της Πελοποννήσου αλλά και της Ηπείρου. Περιγράφηκε για πρώτη φορά στον Ταΰγετο και αφιερώθηκε στην Ήβη Κουγέα, γεωπόνο και κόρη του Λάκωνα ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα.
Προτιμά κάποιες συγκεκριμένες τοποθεσίες, όπου αναπτύσσεται σε μεγάλους αριθμούς, ενώ απουσιάζει από άλλες περιοχές που φαινομενικά θα περιμέναμε να τη συναντήσουμε. Στα βόρεια της περιοχής εξάπλωσής της, η κατανομή της επικαλύπτεται με αρκετά παρόμοια είδη και έχει καταγραφεί συνήθως υβριδισμός (με Ophrys zeusii, Ophrys negadensis και Ophrys cephalonica ειδικότερα).
Η Ophrys hebes διακρίνεται πιο εύκολα από τα παραπάνω είδη από το μικρότερο μέγεθος των λουλουδιών του και την ακανθώδη φύση του ίδιου του φυτού. Ένα περαιτέρω χαρακτηριστικό που συνήθως μπορεί να είναι έντονα ενδεικτικό, είναι η πολυπλοκότητα του θυρεού σε σύγκριση με το γενικά πιο απλό μοτίβο "H" των άλλων ταξινομήσεων, συνήθως με 1-2 φιγούρες που μοιάζουν με ομφαλό και το τρίλοβο χείλος. Στην Ophrys hebes το μοτίβο είναι συχνά εκτεταμένο, περίπλοκο και συχνά κατακερματισμένο. Στις ιδιαιτερότητες αυτής της ορχιδέας είναι και ο πρώιμος χρόνος ανθοφορίας (Μάρτιος-Μάιος).
 Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ωστόσο, η γενετική παρέμβαση είναι ευρέως διαδεδομένη και οι φυσικές μορφές άλλων ειδών μπορούν να δημιουργήσουν πειστικές ομοιότητες.
Προστατεύεται από τη Συνθήκη CITES.
Η έκδοση Vascular plants of Greece an annotated checklist (2013) την ταυτίζει με την Ophrys sphegodes.
Εδώ βιντεοσκοπήθηκε στις 13 Μαΐου 2023 στην κοιλάδα του Μυλάοντα ποταμού (στο βάθος ακούγεται και ο ήχος της ροής του) και σε υψόμετρο περίπου 1000 μέτρων.

*Ο Γιάννης Θ. Καλοπίσης (1913-2004), γεωπόνος και χημικός, εκτός από σπουδαίος επιστήμονας υπήρξε και λαμπρός ερασιτέχνης φυσιοδίφης, με έρωτα στις ορχιδέες.
Γεννήθηκε στην Κάρυστο, από όπου καταγόταν η μητέρα του, ενώ ο πατέρας του καταγόταν από την Αρκαδία. Τελείωσε τη Γεωπονική το 1936 και μετά από σύντομη απασχόληση στο υπουργείο Γεωργίας, συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στη χημεία, κοντά στο νομπελίστα Γερμανό χημικό Otto Hahn.
Μετά το τέλος του εμφυλίου (εξορίστηκε 1947 - 50 στη Μακρόνησο), εργάζεται ως χημικός σε ιδιωτική εταιρεία. Είναι η εποχή που εμφανίζεται μια νέα γενιά εντομοκτόνων και κυρίως το παραθείο, το οποίο προορίζεται για την καταπολέμηση του δάκου της ελιάς. Τότε αναλαμβάνει, για λογαριασμό του Υπουργείου Γεωργίας, ένα μεγάλο πείραμα για την καταπολέμηση του δάκου, καρπός του οποίου είναι ένα βιβλίο 90 σελίδων με τίτλο: «Το αντιδακικόν πείραμα Κίρρας-Ιτέας, 1953», το οποίο εκδίδεται το 1954 και στο οποίο καταγράφονται οι παρατηρήσεις και τα συμπεράσματά του.
Έχει προηγηθεί η έκδοση ενός βιβλίου-τομής (επαναστατικό, το χαρακτηρίζει ο συνάδελφός του Γ. Ζεβελάκης) στη θεώρηση των εντομοκτόνων: «Τα σύγχρονα συνθετικά εντομοκτόνα». Η τομή που επέφερε, σε σχέση με τα δεδομένα της εποχής, ήταν η εξής: Η κυρίαρχη μεθοδολογία υπολογισμού των επιπτώσεων ενός φυτοφαρμάκου ήταν μέσω της λεγόμενης «δόσης LD 50, μέσης θανατηφόρου δόσης». Σύμφωνα με αυτήν, ψεκάζουμε ένα φρούτο ή ένα λαχανικό με ένα φυτοφάρμακο και μετά το δίνουμε να το φάνε 100 πειραματόζωα. Αν πεθάνουν έως 50 από αυτά μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο, τότε αυτή η δόση προσδιορίζει και το ανώτατο όριό της. Η μέθοδος αυτή δεν ασχολείται με τα υπόλοιπα ινδικά χοιρίδια, αυτά που δεν θα πεθάνουν εντός του χρόνου του πειράματος. Δεν εξετάζει τη χρόνια τοξικότητα που ενδεχομένως προκαλείται, δεν διερευνά τις πιθανές αλληλεπιδράσεις ή σωρευτικές λειτουργίες που προκαλούνται σε άτομα ευπαθή σε αλλεργίες ή άλλες ασθένειες.
Με ενδιαφέροντα πολύπλευρα και ακόρεστη φιλομάθεια αναδεικνύεται σε σπουδαίο φυσιοδίφη. Γλωσσομαθής (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, αρχαία ελληνικά και λατινικά), στρέφει το ενδιαφέρον του στη γεωλογία (παλαιοντολογία, ορυκτολογία), στη μελέτη της πανίδας και της χλωρίδας της Ελλάδας, αλλά και στην παρατήρηση του ουρανού με ένα μικρό τηλεσκόπιο που διέθετε.
Το 1977 (με τον Κ. Κριμπά) γράφει το σχολικό βιβλίο της Β’ Λυκείου, «Μαθήματα Γενικής Βιολογίας». Το 1987 εκδίδει βιβλίο με τίτλο «Με τα παιδιά στο φυσικό κόσμο». Το 1991 εκδίδει το βιβλίο «Η θερμική ρύπανση του περιβάλλοντος και τα όρια της οικονομικής ανάπτυξης», στον Παπαζήση.
Το 1999 με άρθρο στη Νέα Οικολογία προτείνει τον όρο «στοχαστική ανάπτυξη», να χρησιμοποιείται αντί της «αειφόρου».
Αρθρογραφούσε μέχρι το θάνατό του, κυρίως στο περιοδικό "Τριπτόλεμος" του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (όπου υπάρχουν και πολλά βιογραφικά του στοιχεία) έχοντας εκδώσει συνολικά 12 βιβλία και πληθώρα άρθρων.