Μ' αγαπαει; Δε μ' αγαπαει; - Μανώλης Κατσούλης

preview_player
Показать описание
Μ αγαπάει; Δε μ’ αγαπάει;

Μαργαρίτα
τον ανείπωτο καημό
της προσμονής μου
θα σου ξομολογηθώ,
που καλπάζει,
ξελογιάζει και αφηνιάζει
η ανταύγεια
απ' τα χρωματοστόλιστα σου άνθη
σαν φαντάζει.

Σαν σε βλέπω
μ' ανοιγμένα τα φτερά,
φεύγεις, όλο νάζι
και όλο καμάρι,
από εδώ και από εκεί πετάς
λίγο πιο πάνω απ' το χορτάρι.

Αχ, τη θύμηση μου ομορφονιά
μια άλλη μεταξένια ζωγραφιά κεντά
σαν και σένα
με περίσσια τρυφεράδα,
φροντισιά και χάρη.

Κρυφοκλαίει το δειλινό
και η καρδιά μου σπαρταράει.

Άκου τα τικ τακ που κάνει
σαν της λέει σ’ αγαπώ,
και θα το λέει όσο ζω,
τα ματόφυλλα σκορπάει
ένα ένα τα ανθόφυλλα μαδάει
και ρωτάει:
Μαργαρίτα. Μ’ αγαπάει; Δεν μ’ αγαπάει;

Και τι όμορφη που είναι
η αγάπη μου!

Η θωριά της σαν τα άστρα
σε αφέγγαρη νυχτιά.
Χλιμιντρά ο άνεμος
δροσιά στο πρόσωπο της.
Τα μαλλιά της
-σαν σημαία που μαζί της παιανίζει
κυματιστά, θριαμβικά-
Αντιστύλι τρυφερό,
είναι ο λαιμός της.

Και τι όμορφη που είναι
η αγάπη μου!

Μαργαρίτα αγαπώ.
Μια απέραντη φωτιά
με έχει φλογίσει
ως εκεί πάνω.

Κι αν έχω μάτια,
χωρίς αυτήν είναι σκοτάδι.
Τί να τα κάνω;

Πάει καιρός τώρα
που έρχεται κουνιστή και λυγιστή
στα όνειρα μου.
Κι όταν ανοίγω τα μάτια μου.
Τι είναι κι αυτό
αγάπη και χαρά μου;

Ένα τραγούδι λατρεμένο
την συνοδεύει καθώς φεύγει
που αποπνέει θλίψη και πόνο
κι όλο πάει,
κι όλο πάει
όπου στο παρελθόν βρεθήκαμε μαζί
και η καρδιά μου τότε
σαν ένα ετοιμοθάνατο σπουργίτι
σπαρταράει.

Καβάλα στο μαΐστρο
πάει μακριά μου,
την ξεναγεί η θύελλα
που φτιάχνει η ερημιά μου
και την αναπολεί η σκέψη μου
εμπρός σε άδειο παραθύρι,
προσμένοντας κάποια στιγμή
ξανά στη ζεστασιά της αγκαλιάς
του χθες να γείρει.

Σαν μαγεμένος,
διπλοσκιές σε ακρογιαλιές ζητάω
και ψάχνω τα σημάδια
από τα βέλη που άφηνες
πάνω στο κορμί της θάλασσας
αλλά και πάνω μου.
Πονάω!

Χωρίς αυτή να ξέρεις
στης θλίψης τις ανηφοριές
παντοτινά θα σεριανάω
το παρελθόν θα περιμένω
πίσω να γυρίσει,
σαν αετός που πέταξε
πολύ ψηλά
σε μαγικούς ορίζοντες
και πως ν αντέξει μάτια μου
να ξανά περπατήσει.

Τι είναι η θάλασσα
χωρίς το ακρογιάλι;
Χωρίς την αγάπη μου,
τι είναι το ακρογιάλι;
Πονάω!

Αν είχες μάτια αγάπης
μάτια μου
θα 'βλεπες πόσο αγαπάω.

Μαργαρίτα.
Μ’ αγαπάει; Δεν μ’ αγαπάει;

Και τι όμορφη
που είναι η αγάπη μου!

Τα δυο στήθη της,
δυο λόφοι, δυο εραστές
δυο ηφαίστεια που εκκρίνουν λάβα,
δυο λωτοί,
δυο βοτσαλένιες αμμουδιές,
δυο πορφυρένιες στάλες,
της αγάπης μέδουσες
χωρίς ανιχνευτές
που κατευθύνει μια νεράιδα
με ανοιχτές αγκάλες.

Και τι όμορφη
που είναι η αγάπη μου!

Μαργαρίτα δε μπορώ.
Το στόμα της
λουλούδι τρυφερό,
με κοραλλένια χείλη.
Τα λόγια της κυματιστό,
γάργαρο και διάφανο νερό
που μπαινοβγαίνουν σε κοχύλι
γεμίζοντας τα σύμπαντα
με φωτεινές αρματωσιές
που αντί να σβήνουν
φουρτούνιαζαν τη θάλασσα
και μάτωναν το δείλι.

Μα πως;
Θεέ μου πως;
Πως θέλεις να ξεχάσω;
Πως;

Τα μάτια της –φλογοληστές-
που έκλεβαν το άσπιλο το φως
από αστέρια, ήλιο και φεγγάρι,
και το έριχναν στα μάτια μου
με ασημένιες και χρυσές κλωστές,
με έδεναν και με έστελναν
πάνω σε ηλιοβασιλέματα
και ουράνιων τόξων ράγες - σαϊτιές
άλλοτε σε παράδεισου στιγμές
και άλλοτε αδιάβαστο στο χάρο να με πάρει.

Μαργαρίτα.
Η Άνοιξη που έφερες,
μπήκε στην καρδιά μου,
ξύπνησε όσους σπόρους
βρήκε εκεί
και άνθισαν όλοι μαζί
χαρά μου.

Ξέρω ζητιάνους
της αγάπης και του έρωτα
που στερηθήκανε μια ζωή
λίγη στοργή και λίγο χάδι
κι έφυγαν με μια πληγή
μες την ψυχή
και ένα παράπονο θλιμμένο,
υστερόγραφο στα χείλη αφημένο.

Όταν σε κρατώ στα χέρια
Μαργαρίτα ακριβή μου
είναι όλοι αυτοί μαζί μου,
σκαφτιάδες
της αγάπης και του έρωτα
προσμένοντας ανταμοιβή
κρατώντας το λουλούδι σου
με προσμονή, χαρά μου.

Την ώρα
που ένας μίσχος
και λίγα πέταλα
σκάνε δειλά δειλά
μυριάδες θλίψεις
με τα δάκρυα τους
τα ποτίζουν,

και μου βαθαίνει η αγκαλιά
και με πληγώνουν μαχαιριές
παραγγελιές

σε καταγώγια μυστικά,
μεθύσια
μες τα μπαρ των λιμανιών
και ζεϊμπεκιές που ερίζουν
που μες το ημίφως
και μες την κάπνα

με του έρωτα τα βέλη καρφωμένα
στην καρδιά βαθειά χορεύοντας
παραπατούν και στροβιλίζουν.

Όταν στου δειλινού τη σιγαλιά
του αηδονιού ακούγεται
το ερωτικό τραγούδι,
τι κρίμα,
πόσο λυπάμαι
όσους δεν άκουσαν ποτέ
αυτό το κάλεσμα ζωής,
όσους δεν έζησαν
σ’ αυτή την χρωματοστόλιστη γιορτή
μόνο έτρεχαν σκυφτοί μία ζωή
σαν ποντικοί
για ένα ευρώ, ένα δολάριο,
ένα ρούβλι, μια δραχμή
στης πόλης το λαγούμι,
την αιθαλομίχλη και οχλοβοή.

Και τι όμορφη
που είναι η αγάπη μου!

Μαργαρίτα.
Μ’ αγαπάει; Δεν μ’ αγαπάει;
Рекомендации по теме