filmov
tv
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ & 100°C – ΠΟΘΟΙ – FUZZ CLUB – 19.02.2023!

Показать описание
Την θαύμαζα, την ποθούσα, την ερωτεύτηκα, τα φτιάξαμε, την νοσταλγώ όπου κι αν πλανιέται τώρα. Ο Σπινόζα μού φανέρωσε πως τη νοσταλγώ. Κι ας έγιναν όσα έγιναν. Νοσταλγία, μου εξήγησε ο Μπαρούχ, είναι η λύπη που αντιτίθεται σε μια χαρά – κι αυτή η χαρά προέρχεται από την απουσία κάποιου πράγματος που μισούμε. Υπολογίζω, αγαπητέ Θάνο, πως μέχρι να φτάσουμε στην Καλαμαριά θα έχεις μάθει γι’ αυτήν τη χαρά – τώρα βάλε το χέρι σου μέσα και άκου.
Μια πυρά στην αμμουδιά της Χανιώτης. Ακροάσου πώς τσιρίζει. Αρχές του εβδομήντα. Όταν μια μεταδοτική φρυκτωρία κάλυπτε τα ακρογιάλια της χώρας, μαζί με κιθάρες, ντιζελοκίνητα κασετόφωνα και πέτσινα σαντάλια. Θα μπορούσε να την καλύπτει και με βερμούτ και με τρίφυλλες τσιγαρούκλες και με συνωμοτικά μαρξιστικά τσιτάτα. Όμως εγώ σε τέτοια πυρά δεν παραβρέθηκα γιατί ήμουνα σπορίλος δώδεκα χρονών. Άκου, λοιπόν, πώς σφυρίζει το ρετσινωμένο πεύκο μέσα στον αποχυμωτή φλεγόμενο σωρό, και παρατήρησέ με προσεκτικά. Τα ξανθά μου μαλλάκια ανταποδίδουν στη φωτιά τη δανεική της λάμψη με υπέρλαμπρο τόκο. Βέβαια με κοιτάς από το καλό μου το προφίλ το δεξιό, αφού από την άλλη μεριά το κλεραζίλ δεν απορροφήθηκε ακόμα από τα μπιμπίκια. Οι άλλοι χαζολογούν, εγώ μετρώ τους κόκκους της άμμου. Οι άλλοι ανταλλάσσουν ανέκδοτα, εγώ ανταλλάσσω πάσες με το σύμπαν, σ’ ένα σκοτεινό μονότερμα. Οι άλλοι κροταλίζουν πατατάκια, εγώ βυζαίνω το γάλα της μοναξιάς, της γριάς οχιάς. Η άλλη με πλησιάζει προσεκτικά, φοβάται μήπως με λιώσει με την πατουσίτσα της, είναι άμαθη, είναι περσινή συμμαθήτρια από τα αγγλικά, παρκάρει μαλακά το λαφίσιο μακρυμάλλικο σκάφος της στον ρημαγμένο πλανήτη μου κι έπειτα κάνει την ερώτηση στο μικρό πράσινο οντάριο: «τι κάνεις;» «γράφω, είμαι συγγραφέας» της απαντά εκείνο, και ζήσαν αυτοί καλά.
–Σάκης Σερέφας: Δεσποινίς, σας λένε Σπύρο. Εμένα; (Από «το μάταιο με θέα»)
Μια πυρά στην αμμουδιά της Χανιώτης. Ακροάσου πώς τσιρίζει. Αρχές του εβδομήντα. Όταν μια μεταδοτική φρυκτωρία κάλυπτε τα ακρογιάλια της χώρας, μαζί με κιθάρες, ντιζελοκίνητα κασετόφωνα και πέτσινα σαντάλια. Θα μπορούσε να την καλύπτει και με βερμούτ και με τρίφυλλες τσιγαρούκλες και με συνωμοτικά μαρξιστικά τσιτάτα. Όμως εγώ σε τέτοια πυρά δεν παραβρέθηκα γιατί ήμουνα σπορίλος δώδεκα χρονών. Άκου, λοιπόν, πώς σφυρίζει το ρετσινωμένο πεύκο μέσα στον αποχυμωτή φλεγόμενο σωρό, και παρατήρησέ με προσεκτικά. Τα ξανθά μου μαλλάκια ανταποδίδουν στη φωτιά τη δανεική της λάμψη με υπέρλαμπρο τόκο. Βέβαια με κοιτάς από το καλό μου το προφίλ το δεξιό, αφού από την άλλη μεριά το κλεραζίλ δεν απορροφήθηκε ακόμα από τα μπιμπίκια. Οι άλλοι χαζολογούν, εγώ μετρώ τους κόκκους της άμμου. Οι άλλοι ανταλλάσσουν ανέκδοτα, εγώ ανταλλάσσω πάσες με το σύμπαν, σ’ ένα σκοτεινό μονότερμα. Οι άλλοι κροταλίζουν πατατάκια, εγώ βυζαίνω το γάλα της μοναξιάς, της γριάς οχιάς. Η άλλη με πλησιάζει προσεκτικά, φοβάται μήπως με λιώσει με την πατουσίτσα της, είναι άμαθη, είναι περσινή συμμαθήτρια από τα αγγλικά, παρκάρει μαλακά το λαφίσιο μακρυμάλλικο σκάφος της στον ρημαγμένο πλανήτη μου κι έπειτα κάνει την ερώτηση στο μικρό πράσινο οντάριο: «τι κάνεις;» «γράφω, είμαι συγγραφέας» της απαντά εκείνο, και ζήσαν αυτοί καλά.
–Σάκης Σερέφας: Δεσποινίς, σας λένε Σπύρο. Εμένα; (Από «το μάταιο με θέα»)