filmov
tv
Χίλιοι μαστόροι δούλευαν | Τρουλιά - Σαμμακόβι Ανατολικής Θράκης

Показать описание
Τραπεζικό (επιτραπέζιο) τραγούδι Τρουλιάς-Σαμμακοβίου Ανατολικής Θράκης. Τραγούδι το οποίο ακουγόταν ιδιαιτέρως κατά το Σαρανταήμερο, για χάρη των κτιστάδων. Αξίζει να αναφερθεί πως οι κτίστες στην πατρίδα είχαν μια ξεχωριστή σημασία ως συντεχνία. Ανέπτυξαν επίσης μεταξύ τους μια ιδιάζουσα γλώσσα, την τεκτονική (ντουλγκέρικα), την οποία χρησιμοποιούσαν ώστε να επικοινωνούν κωδικοποιημένα, χωρίς δηλαδή να γίνονται κατανοητοί σε άτομα που δεν ήταν συντεχνίτες.
Στίχοι:
Χίλιοι μαστόροι δούλευαν στης Τρίχας το γεφύρι,
ολημερίς (ν)εδούλευαν το βράδυ (ν)εγκρεμνούσε.
Πουλί πήγε και κἀθισε στου μάστορη τον ώμο,
δεν κελαηδούσε σαν πουλί (ν)ούτε σαν χελιδόνι,
μα κελαηδούσε και έλεγε μ' ανθρώπινη λαλιάτσα:
-Αν δεν στοιχείσετ' άνθρωπο, καμάρα δεν στεριώνει·
Ούτε φτωχό, ούτ' ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
μόνε του πρωτομάστορη, του π΄ρωτου την γυναίκα.
Τον μαθητή του έστειλε να πα' να την φωνάξει.
-Άιντε-άιντε μαστόρισσα ο μάστορης σε θέλει.
-Και τι με θέλει ο μάστορης τώρα που με φωνάζει;
Και σα με θέλει για καλό, να πα' να ΄λλάξω να ΄ρτω,
και σα με θέλει για κακό, για να μαυροφορέσω.
-Ή για καλό ή για κακό, έλα μ΄αυτά που είσαι.
-Και τι με θέλεις μάστορη τώρα που με φωνάζεις;
-Το δαχτυλίδι μ΄ έπεσε σ΄εφτά καμάρες μέσα,
και ποιός να βγει και ποιός να μπει το δαχτυλίδι να ΄βρει;
-Εγώ θα μπω, εγώ θα βγω το δαχτυλίδι να ΄βρω.
Έβγαλε το ζουνάρι(ν) του το σαρανταπηχάτο,
αμάσκαλα την έδεσε, μέσα την κατεβάζει.
-Τράβα με μάστορε, τράβα με, τράβα με παραπάνω,
΄φήκα το σπίτι μ΄ανοιχτό και τα ψωμιά στον φούρνο,
και το μικρό μου το παιδί στην κούνια και κοιμάται.
-Το σπίτι σου θα ΄σφαλιχτεί και τα ψωμιά θα ξέβουν,
και το μωρό σου το παιδί, άλλη μάνα θα κάνει.
Στίχοι:
Χίλιοι μαστόροι δούλευαν στης Τρίχας το γεφύρι,
ολημερίς (ν)εδούλευαν το βράδυ (ν)εγκρεμνούσε.
Πουλί πήγε και κἀθισε στου μάστορη τον ώμο,
δεν κελαηδούσε σαν πουλί (ν)ούτε σαν χελιδόνι,
μα κελαηδούσε και έλεγε μ' ανθρώπινη λαλιάτσα:
-Αν δεν στοιχείσετ' άνθρωπο, καμάρα δεν στεριώνει·
Ούτε φτωχό, ούτ' ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
μόνε του πρωτομάστορη, του π΄ρωτου την γυναίκα.
Τον μαθητή του έστειλε να πα' να την φωνάξει.
-Άιντε-άιντε μαστόρισσα ο μάστορης σε θέλει.
-Και τι με θέλει ο μάστορης τώρα που με φωνάζει;
Και σα με θέλει για καλό, να πα' να ΄λλάξω να ΄ρτω,
και σα με θέλει για κακό, για να μαυροφορέσω.
-Ή για καλό ή για κακό, έλα μ΄αυτά που είσαι.
-Και τι με θέλεις μάστορη τώρα που με φωνάζεις;
-Το δαχτυλίδι μ΄ έπεσε σ΄εφτά καμάρες μέσα,
και ποιός να βγει και ποιός να μπει το δαχτυλίδι να ΄βρει;
-Εγώ θα μπω, εγώ θα βγω το δαχτυλίδι να ΄βρω.
Έβγαλε το ζουνάρι(ν) του το σαρανταπηχάτο,
αμάσκαλα την έδεσε, μέσα την κατεβάζει.
-Τράβα με μάστορε, τράβα με, τράβα με παραπάνω,
΄φήκα το σπίτι μ΄ανοιχτό και τα ψωμιά στον φούρνο,
και το μικρό μου το παιδί στην κούνια και κοιμάται.
-Το σπίτι σου θα ΄σφαλιχτεί και τα ψωμιά θα ξέβουν,
και το μωρό σου το παιδί, άλλη μάνα θα κάνει.