filmov
tv
ΓΗ ΤΗΣ ΠΙΚΡΑΜΕΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ & Η ΤΟΥ ΑΓΡΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ || ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Показать описание
Ανοιγοκλείνω με βιάση τα βλέφαρά μου καθώς συνέρχομαι απ’ το χτύπημα. Το πρώτο που νιώθω δίπλα μου, τα τρία αγόρια μου, ολάκερη η ζωή μου.
«Μαμά…»
«Μανούλα…»
Δυο φορές. Δυο φωνές. Λαθεύω. Θεέ μου, λαθεύω. Δεν είναι ολάκερη η ζωή μου. Είναι λειψή. Μια φωνή λιγότερη. Μια ζωή λιγότερη.
«Πού;» ουρλιάζω κι η ψυχή μου σκίζεται. «Πού είναι ο άλλος γιος μου;»
ΚΥΠΡΟΣ θαλασσοφίλητη, λιόχαρη. Μα δουλωμένη στους αποικιοκράτες. Όταν σημαίνει η ώρα, ο λαός της σηκώνεται ορθός, μόνος, ενάντια σε μια αυτοκρατορία. Πολεμάει κι ελπίζει. Πονάει και ματώνει.
Στις αγχόνες των Άγγλων πρώτα. Κι ύστερα κατάντικρυ στον Τούρκο. Τον εισβολέα που πνίγει στο αίμα το νησί, εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του ’74. Το καλοκαίρι των νεκρών, των αιχμαλώτων, των ξεριζωμένων, των χιλιάδων αγνοουμένων.
Της Μαρίτσας που απόμεινε με μια άδεια, ορφανεμένη αγκαλιά. Της Ελένης που αρνιέται να μαυροφορεθεί, γιατί δεν της παράδωσαν ένα κορμί να το μοιρολογήσει. Του Βαγοράκη που στέκει ολημερίς με τη φωτογραφία ενός χαμένου πατέρα κρεμασμένη στο άγουρο στήθος του. Του Νίκου, του Ανδρέα, του Μάρκου, εικόνες ασπρόμαυρες μπρος σ’ αναμμένα καντήλια.
Άντρες, γυναίκες, παιδιά, αδέρφια μας στην Κύπρο.
Αυτό είναι το δίκιο και το δάκρυ τους.
Αυτός είναι ο αγώνας τους.
Το βράδυ του Σαββάτου διαβαίνει εφιαλτικά στο υπόγειο του σχολειού. Γύρω μου μανάδες
αποκαμωμένες και παιδιά τρεμάμενα. Τη νυχτερινή σιγαλιά σπάνε μόνο οι εκρήξεις απ’ τα τουρκικά κανόνια που βροντούν στις ακτές της Κερύνειας. Με το πρώτο φως σηκώνομαι, ανεβαίνω την παλιά σκάλα και βγαίνω στο προαύλιο, ν’ αγναντέψω προς τη μεριά της θάλασσας. Μάτια γουρλωμένα από φόβο με κοιτούν σαν επιστρέφω.
«Είναι παντού… Οι Τούρτζοι είναι παντού…» ψελλίζω κι αγκαλιάζω σφιχτά τη Φιλίτσα μου.
«Έχουν γεμίσει όλο
τον γιαλό…»
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ’74. Το καλοκαίρι των νεκρών, των χιλιάδων αγνοουμένων. Τότε που ο Τούρκος εισβολέας πατά την Κύπρο και την πνίγει στο αίμα. Από τη μαρτυρική Κερύνεια μέχρι την Αμμόχωστο κι απ’ τη βομβαρδισμένη Λευκωσία μέχρι τη Μόρφου. Είναι το καλοκαίρι της Ευγενίας που βασανίστηκε και μαρτύρησε όπως χιλιάδες Κύπριες γυναίκες. Της Μαρίτσας, που απόμεινε με μια άδεια, ορφανεμένη αγκαλιά. Του Βαγορή και της Φιλίτσας, που λιώνουν καρτερώντας μέρα νύχτα έναν πατέρα. Του Νίκου, του Ανδρέα και του Μάρκου, που πολέμησαν μονάχοι, παρατημένοι, προδομένοι, άντρες που έγιναν εικόνες ξέθωρες μπρος σε μαυροφορεμένα κορμιά.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΙΛΟΓΙΑΣ
«Μαμά…»
«Μανούλα…»
Δυο φορές. Δυο φωνές. Λαθεύω. Θεέ μου, λαθεύω. Δεν είναι ολάκερη η ζωή μου. Είναι λειψή. Μια φωνή λιγότερη. Μια ζωή λιγότερη.
«Πού;» ουρλιάζω κι η ψυχή μου σκίζεται. «Πού είναι ο άλλος γιος μου;»
ΚΥΠΡΟΣ θαλασσοφίλητη, λιόχαρη. Μα δουλωμένη στους αποικιοκράτες. Όταν σημαίνει η ώρα, ο λαός της σηκώνεται ορθός, μόνος, ενάντια σε μια αυτοκρατορία. Πολεμάει κι ελπίζει. Πονάει και ματώνει.
Στις αγχόνες των Άγγλων πρώτα. Κι ύστερα κατάντικρυ στον Τούρκο. Τον εισβολέα που πνίγει στο αίμα το νησί, εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του ’74. Το καλοκαίρι των νεκρών, των αιχμαλώτων, των ξεριζωμένων, των χιλιάδων αγνοουμένων.
Της Μαρίτσας που απόμεινε με μια άδεια, ορφανεμένη αγκαλιά. Της Ελένης που αρνιέται να μαυροφορεθεί, γιατί δεν της παράδωσαν ένα κορμί να το μοιρολογήσει. Του Βαγοράκη που στέκει ολημερίς με τη φωτογραφία ενός χαμένου πατέρα κρεμασμένη στο άγουρο στήθος του. Του Νίκου, του Ανδρέα, του Μάρκου, εικόνες ασπρόμαυρες μπρος σ’ αναμμένα καντήλια.
Άντρες, γυναίκες, παιδιά, αδέρφια μας στην Κύπρο.
Αυτό είναι το δίκιο και το δάκρυ τους.
Αυτός είναι ο αγώνας τους.
Το βράδυ του Σαββάτου διαβαίνει εφιαλτικά στο υπόγειο του σχολειού. Γύρω μου μανάδες
αποκαμωμένες και παιδιά τρεμάμενα. Τη νυχτερινή σιγαλιά σπάνε μόνο οι εκρήξεις απ’ τα τουρκικά κανόνια που βροντούν στις ακτές της Κερύνειας. Με το πρώτο φως σηκώνομαι, ανεβαίνω την παλιά σκάλα και βγαίνω στο προαύλιο, ν’ αγναντέψω προς τη μεριά της θάλασσας. Μάτια γουρλωμένα από φόβο με κοιτούν σαν επιστρέφω.
«Είναι παντού… Οι Τούρτζοι είναι παντού…» ψελλίζω κι αγκαλιάζω σφιχτά τη Φιλίτσα μου.
«Έχουν γεμίσει όλο
τον γιαλό…»
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ ’74. Το καλοκαίρι των νεκρών, των χιλιάδων αγνοουμένων. Τότε που ο Τούρκος εισβολέας πατά την Κύπρο και την πνίγει στο αίμα. Από τη μαρτυρική Κερύνεια μέχρι την Αμμόχωστο κι απ’ τη βομβαρδισμένη Λευκωσία μέχρι τη Μόρφου. Είναι το καλοκαίρι της Ευγενίας που βασανίστηκε και μαρτύρησε όπως χιλιάδες Κύπριες γυναίκες. Της Μαρίτσας, που απόμεινε με μια άδεια, ορφανεμένη αγκαλιά. Του Βαγορή και της Φιλίτσας, που λιώνουν καρτερώντας μέρα νύχτα έναν πατέρα. Του Νίκου, του Ανδρέα και του Μάρκου, που πολέμησαν μονάχοι, παρατημένοι, προδομένοι, άντρες που έγιναν εικόνες ξέθωρες μπρος σε μαυροφορεμένα κορμιά.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΙΛΟΓΙΑΣ
Комментарии