filmov
tv
Κήρυγμα Κυριακής | Σωτήρης Στέργιος

Показать описание
Κήρυγμα Κυριακής από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων ζ΄ [7] 1-36, στις 30/06/2024, ομιλητής Σωτήρης Στέργιος
--------------------------------------------
Απόσπασμα από τη Γραφή:
Πράξεις των Αποστόλων ζ΄ [7] 1-36
1) Είπε δε ο αρχιερεύς· Τωόντι ούτως έχουσι ταύτα;
2) Ο δε είπεν· Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. Ο Θεός της δόξης εφάνη εις τον πατέρα ημών Αβραάμ ότε ήτο εν τη Μεσοποταμία, πριν κατοικήση εν Χαρράν,
3) και είπε προς αυτόν· Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και ελθέ εις γην, την οποίαν θέλω σοι δείξει.
4) Τότε εξελθών εκ της γης των Χαλδαίων κατώκησεν εν Χαρράν· και εκείθεν μετά τον θάνατον του πατρός αυτού μετώκισεν αυτόν εις την γην ταύτην, εις την οποίαν σεις κατοικείτε τώρα·
5) και δεν έδωκεν εις αυτόν κληρονομίαν εν αυτή ουδέ βήμα ποδός, υπεσχέθη δε ότι θέλει δώσει αυτήν κτήμα εις αυτήν και εις το σπέρμα αυτού μετ' αυτόν, ενώ δεν είχε τέκνον.
6) Ελάλησε δε προς αυτόν ο Θεός ούτως, ότι το σπέρμα αυτού θέλει είσθαι πάροικον εν γη ξένη, και θέλουσι δουλώσει αυτό και καταθλίψει τετρακόσια έτη·
7) και το έθνος, εις το οποίον θέλουσι δουλωθή, εγώ θέλω κρίνει, είπεν ο Θεός· και μετά ταύτα θέλουσιν εξέλθει και θέλουσι με λατρεύσει εν τω τόπω τούτω.
8) Και έδωκεν εις αυτόν διαθήκην περιτομής· και ούτως εγέννησε τον Ισαάκ και περιέτεμεν αυτόν τη ογδόη ημέρα, και ο Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ τους δώδεκα πατριάρχας.
9) Και οι πατριάρχαι, φθονήσαντες τον Ιωσήφ, επώλησαν εις την Αίγυπτον. Ο Θεός όμως ήτο μετ' αυτού,
10) και ηλευθέρωσεν αυτόν εκ πασών των θλίψεων αυτού και έδωκεν εις αυτόν χάριν και σοφίαν ενώπιον Φαραώ του βασιλέως της Αιγύπτου, όστις κατέστησεν αυτόν κυβερνήτην επί της Αιγύπτου και όλου του οίκου αυτού.
11) Ήλθε δε πείνα εφ' όλην την γην της Αιγύπτου και Χαναάν και θλίψις μεγάλη, και δεν εύρισκον τροφάς οι πατέρες ημών.
12) Ακούσας δε ο Ιακώβ ότι υπήρχε σίτος εν Αιγύπτω, εξαπέστειλε πρώτην φοράν τους πατέρας ημών·
13) και εν τη δευτέρα ανεγνωρίσθη ο Ιωσήφ εις τους αδελφούς αυτού, και εφανερώθη εις τον Φαραώ το γένος του Ιωσήφ.
14) Αποστείλας δε ο Ιωσήφ, εκάλεσε προς εαυτόν τον πατέρα αυτού Ιακώβ και πάσαν την συγγένειαν αυτού εβδομήκοντα πέντε ψυχάς.
15) Και κατέβη ο Ιακώβ εις Αίγυπτον και ετελεύτησεν εκεί αυτός και οι πατέρες ημών,
16) και μετεκομίσθησαν εις Συχέμ και ετέθησαν εν τω μνήματι, το οποίον ηγόρασεν ο Αβραάμ με τιμήν αργυρίου παρά των υιών του Εμμώρ πατρός του Συχέμ.
17) Καθώς δε επλησίαζεν ο καιρός της επαγγελίας, την οποίαν ώμοσεν ο Θεός προς τον Αβραάμ, ηύξησεν ο λαός και επληθύνθη εν Αιγύπτω,
18) εωσού εσηκώθη βασιλεύς άλλος, όστις δεν ήξευρε τον Ιωσήφ.
19) Ούτος δολιευθείς το γένος ημών, κατέθλιψε τους πατέρας ημών, ώστε να κάμη να ρίπτωνται τα βρέφη αυτών, διά να μη ζωογονώνται·
20) εν τούτω τω καιρώ εγεννήθη ο Μωϋσής, και είχε θείον κάλλος· όστις ανετράφη τρεις μήνας εν τω οίκω του πατρός αυτού.
21) Αφού δε ερρίφθη, ανέλαβεν αυτόν η θυγάτηρ του Φαραώ και ανέθρεψεν αυτόν διά να ήναι υιός αυτής.
22) Και εδιδάχθη ο Μωϋσής πάσαν την σοφίαν των Αιγυπτίων και ήτο δυνατός εν λόγοις και εν έργοις.
23) Ενώ δε ετελείονε το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας αυτού, ήλθεν εις την καρδίαν αυτού να επισκεφθή τους αδελφούς αυτού, τους υιούς Ισραήλ.
24) Και ιδών τινά αδικούμενον, υπερησπίσθη αυτόν και έκαμεν εκδίκησιν υπέρ του καταθλιβομένου, πατάξας τον Αιγύπτιον.
25) Ενόμιζε δε ότι οι αδελφοί αυτού ήθελον νοήσει ότι ο Θεός διά της χειρός αυτού δίδει εις αυτούς σωτηρίαν· εκείνοι όμως δεν ενόησαν.
26) Την δε ακόλουθον ημέραν εφάνη εις αυτούς, ενώ εμάχοντο, και παρεκίνησεν αυτούς εις ειρήνην, ειπών· Άνθρωποι, αδελφοί είσθε σείς· διά τι αδικείτε αλλήλους;
27) Ο δε αδικών τον πλησίον απέσπρωξεν αυτόν, ειπών· Τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν εφ' ημάς;
28) Μήπως θέλεις συ να με φονεύσης, καθ' ον τρόπον εφόνευσας χθές τον Αιγύπτιον;
29) Τότε ο Μωϋσής έφυγε διά τον λόγον τούτον και έγεινε πάροικος εν γη Μαδιάμ, όπου εγέννησε δύο υιούς.
30) Και αφού συνεπληρώθησαν τεσσαράκοντα έτη, εφάνη εις αυτόν άγγελος Κυρίου εν τη ερήμω του όρους Σινά εν μέσω φλογός καιομένης βάτου.
31) Ο δε Μωϋσής ιδών εθαύμασε διά το όραμα· και ενώ επλησίαζε διά να παρατηρήση, ήλθε φωνή Κυρίου προς αυτόν·
32) Εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Έντρομος δε γενόμενος ο Μωϋσής, δεν ετόλμα να παρατηρήση.
33) Και είπε προς αυτόν ο Κύριος· Λύσον το υπόδημα των ποδών σου· διότι ο τόπος, επί του οποίου ίστασαι, είναι γη αγία.
34) Είδον, είδον την ταλαιπωρίαν του λαού μου του εν Αιγύπτω και ήκουσα τον στεναγμόν αυτών και κατέβην διά να ελευθερώσω αυτούς· και τώρα ελθέ, θέλω σε αποστείλει εις Αίγυπτον.
35) Τούτον τον Μωϋσήν τον οποίον ηρνήθησαν ειπόντες· Τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν; τούτον ο Θεός απέστειλεν αρχηγόν και λυτρωτήν διά χειρός του αγγέλου του φανέντος εις αυτόν εν τη βάτω.
36) Ούτος εξήγαγεν αυτούς, αφού έκαμε τέρατα και σημεία εν γη Αιγύπτου και εν τη Ερυθρά θαλάσση και εν τη ερήμω τεσσαράκοντα έτη.
--------------------------------------------
Αμήν
--------------------------------------------
Απόσπασμα από τη Γραφή:
Πράξεις των Αποστόλων ζ΄ [7] 1-36
1) Είπε δε ο αρχιερεύς· Τωόντι ούτως έχουσι ταύτα;
2) Ο δε είπεν· Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούσατε. Ο Θεός της δόξης εφάνη εις τον πατέρα ημών Αβραάμ ότε ήτο εν τη Μεσοποταμία, πριν κατοικήση εν Χαρράν,
3) και είπε προς αυτόν· Έξελθε εκ της γης σου και εκ της συγγενείας σου, και ελθέ εις γην, την οποίαν θέλω σοι δείξει.
4) Τότε εξελθών εκ της γης των Χαλδαίων κατώκησεν εν Χαρράν· και εκείθεν μετά τον θάνατον του πατρός αυτού μετώκισεν αυτόν εις την γην ταύτην, εις την οποίαν σεις κατοικείτε τώρα·
5) και δεν έδωκεν εις αυτόν κληρονομίαν εν αυτή ουδέ βήμα ποδός, υπεσχέθη δε ότι θέλει δώσει αυτήν κτήμα εις αυτήν και εις το σπέρμα αυτού μετ' αυτόν, ενώ δεν είχε τέκνον.
6) Ελάλησε δε προς αυτόν ο Θεός ούτως, ότι το σπέρμα αυτού θέλει είσθαι πάροικον εν γη ξένη, και θέλουσι δουλώσει αυτό και καταθλίψει τετρακόσια έτη·
7) και το έθνος, εις το οποίον θέλουσι δουλωθή, εγώ θέλω κρίνει, είπεν ο Θεός· και μετά ταύτα θέλουσιν εξέλθει και θέλουσι με λατρεύσει εν τω τόπω τούτω.
8) Και έδωκεν εις αυτόν διαθήκην περιτομής· και ούτως εγέννησε τον Ισαάκ και περιέτεμεν αυτόν τη ογδόη ημέρα, και ο Ισαάκ εγέννησε τον Ιακώβ, και ο Ιακώβ τους δώδεκα πατριάρχας.
9) Και οι πατριάρχαι, φθονήσαντες τον Ιωσήφ, επώλησαν εις την Αίγυπτον. Ο Θεός όμως ήτο μετ' αυτού,
10) και ηλευθέρωσεν αυτόν εκ πασών των θλίψεων αυτού και έδωκεν εις αυτόν χάριν και σοφίαν ενώπιον Φαραώ του βασιλέως της Αιγύπτου, όστις κατέστησεν αυτόν κυβερνήτην επί της Αιγύπτου και όλου του οίκου αυτού.
11) Ήλθε δε πείνα εφ' όλην την γην της Αιγύπτου και Χαναάν και θλίψις μεγάλη, και δεν εύρισκον τροφάς οι πατέρες ημών.
12) Ακούσας δε ο Ιακώβ ότι υπήρχε σίτος εν Αιγύπτω, εξαπέστειλε πρώτην φοράν τους πατέρας ημών·
13) και εν τη δευτέρα ανεγνωρίσθη ο Ιωσήφ εις τους αδελφούς αυτού, και εφανερώθη εις τον Φαραώ το γένος του Ιωσήφ.
14) Αποστείλας δε ο Ιωσήφ, εκάλεσε προς εαυτόν τον πατέρα αυτού Ιακώβ και πάσαν την συγγένειαν αυτού εβδομήκοντα πέντε ψυχάς.
15) Και κατέβη ο Ιακώβ εις Αίγυπτον και ετελεύτησεν εκεί αυτός και οι πατέρες ημών,
16) και μετεκομίσθησαν εις Συχέμ και ετέθησαν εν τω μνήματι, το οποίον ηγόρασεν ο Αβραάμ με τιμήν αργυρίου παρά των υιών του Εμμώρ πατρός του Συχέμ.
17) Καθώς δε επλησίαζεν ο καιρός της επαγγελίας, την οποίαν ώμοσεν ο Θεός προς τον Αβραάμ, ηύξησεν ο λαός και επληθύνθη εν Αιγύπτω,
18) εωσού εσηκώθη βασιλεύς άλλος, όστις δεν ήξευρε τον Ιωσήφ.
19) Ούτος δολιευθείς το γένος ημών, κατέθλιψε τους πατέρας ημών, ώστε να κάμη να ρίπτωνται τα βρέφη αυτών, διά να μη ζωογονώνται·
20) εν τούτω τω καιρώ εγεννήθη ο Μωϋσής, και είχε θείον κάλλος· όστις ανετράφη τρεις μήνας εν τω οίκω του πατρός αυτού.
21) Αφού δε ερρίφθη, ανέλαβεν αυτόν η θυγάτηρ του Φαραώ και ανέθρεψεν αυτόν διά να ήναι υιός αυτής.
22) Και εδιδάχθη ο Μωϋσής πάσαν την σοφίαν των Αιγυπτίων και ήτο δυνατός εν λόγοις και εν έργοις.
23) Ενώ δε ετελείονε το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας αυτού, ήλθεν εις την καρδίαν αυτού να επισκεφθή τους αδελφούς αυτού, τους υιούς Ισραήλ.
24) Και ιδών τινά αδικούμενον, υπερησπίσθη αυτόν και έκαμεν εκδίκησιν υπέρ του καταθλιβομένου, πατάξας τον Αιγύπτιον.
25) Ενόμιζε δε ότι οι αδελφοί αυτού ήθελον νοήσει ότι ο Θεός διά της χειρός αυτού δίδει εις αυτούς σωτηρίαν· εκείνοι όμως δεν ενόησαν.
26) Την δε ακόλουθον ημέραν εφάνη εις αυτούς, ενώ εμάχοντο, και παρεκίνησεν αυτούς εις ειρήνην, ειπών· Άνθρωποι, αδελφοί είσθε σείς· διά τι αδικείτε αλλήλους;
27) Ο δε αδικών τον πλησίον απέσπρωξεν αυτόν, ειπών· Τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν εφ' ημάς;
28) Μήπως θέλεις συ να με φονεύσης, καθ' ον τρόπον εφόνευσας χθές τον Αιγύπτιον;
29) Τότε ο Μωϋσής έφυγε διά τον λόγον τούτον και έγεινε πάροικος εν γη Μαδιάμ, όπου εγέννησε δύο υιούς.
30) Και αφού συνεπληρώθησαν τεσσαράκοντα έτη, εφάνη εις αυτόν άγγελος Κυρίου εν τη ερήμω του όρους Σινά εν μέσω φλογός καιομένης βάτου.
31) Ο δε Μωϋσής ιδών εθαύμασε διά το όραμα· και ενώ επλησίαζε διά να παρατηρήση, ήλθε φωνή Κυρίου προς αυτόν·
32) Εγώ είμαι ο Θεός των πατέρων σου, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. Έντρομος δε γενόμενος ο Μωϋσής, δεν ετόλμα να παρατηρήση.
33) Και είπε προς αυτόν ο Κύριος· Λύσον το υπόδημα των ποδών σου· διότι ο τόπος, επί του οποίου ίστασαι, είναι γη αγία.
34) Είδον, είδον την ταλαιπωρίαν του λαού μου του εν Αιγύπτω και ήκουσα τον στεναγμόν αυτών και κατέβην διά να ελευθερώσω αυτούς· και τώρα ελθέ, θέλω σε αποστείλει εις Αίγυπτον.
35) Τούτον τον Μωϋσήν τον οποίον ηρνήθησαν ειπόντες· Τις σε κατέστησεν άρχοντα και δικαστήν; τούτον ο Θεός απέστειλεν αρχηγόν και λυτρωτήν διά χειρός του αγγέλου του φανέντος εις αυτόν εν τη βάτω.
36) Ούτος εξήγαγεν αυτούς, αφού έκαμε τέρατα και σημεία εν γη Αιγύπτου και εν τη Ερυθρά θαλάσση και εν τη ερήμω τεσσαράκοντα έτη.
--------------------------------------------
Αμήν