ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ & 100°C – ΚΕΦΑΛΙ ΓΕΜΑΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ – FUZZ CLUB – 19.02.2023!

preview_player
Показать описание
Δειλινή Μελαγχολία
Πεντάχρονο κορίτσι σκάβει με το φτυαράκι του στην άμμο και βρίσκει ένα κεφάλι ανθρώπου. Τρομακτικό, ε; Δυο γλάροι ερωτεύονται στ’ ακροθαλάσσι, με τον ήλιο χορηγό να τους κερνάει το δειλινό. «Πες μου την ιστορία σου, κομμένο κεφάλι» του λέει, μα εκείνο στέκει βουβό. «Θα σου δώσω από το παγωτό μου άμα μιλήσεις» ξαναλέει σκερτσόζικα. Κουβέντα εκείνο. Του ρίχνει μια καρπαζιά. Του κάνει φτυσιές. «Στα μούτρα σου, γαϊδάρα» ακούγεται μια φωνή. «Επιτέλους, ξυπνήσαμε;» ειρωνεύεται η μικρή. «Λοιπόν, πώς από δω; Διακοπές;» συνεχίζει. Το κεφάλι κρατάει τα χείλη κλειστά. «Ε, τότε, ας ηχήσουνε τα ταμ ταμ» απειλεί το κορίτσι και υψώνει με φόρα το φτυάρι πάνω απ’ το ξένο κούτελο. «Καλά, καλά, λέγε από πού θέλεις ν’ αρχίσω» ακούγεται η φωνή ενοχλημένη. «Ποια είναι η γνώμη σου για τα μακαρόνια;» «Πάντοτε με κιμά» «Σου αρέσει το κολύμπι;» «Μόνο πρωί» «Θέατρο πηγαίνεις;» «Θα με κάνεις να ξεράσω». Παύση. «Τι έγινε, τελειώσαμε;» «Ακόμα δεν αρχίσαμε καλέ, μια δοκιμή για τον ήχο ήταν» απαντά η μικρούλα. «Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Πόσων χρονών είσαι, κεφάλι;» «Σε δύο βδομάδες κλείνω τα πενήντα» «Επάγγελμα;» «Χρυσοχόος» «Και πώς βρέθηκες εδώ;» «Δεν πληρώσανε τα λύτρα οι δικοί μου και να τα χάλια μας» «Πόνεσε ο αποχωρισμός;» «Ε, τι να λέμε τώρα» απαντά το κεφάλι κουνώντας με νόημα. «Θυμάσαι τι ένιωσες;» «Είσαι πάρα πολύ μικρή για να το ακούσεις αυτό» «Κι εσύ πολύ αγύριστο για να μπορέσεις να τη γλιτώσεις» κάνει το κοριτσάκι και του τρακάρει μια φτυαριά στην καράφλα. «Μόλις άρχισε το πριόνισμα, ψιχάλισε και το πρώτο βυζί» «Δηλαδή;» «Το πρώτο βυζί, ρε παιδί μου, γιατί μετά άρχισε να βρέχει βυζιά από παντού» «Ήσουν μόνος;» «Μόνος, μόνος, ήρθε μια νταλίκα, τα ξεφόρτωσαν με τις χούφτες από μέσα, τα πέταγαν μπρος στα πόδια μου, ήρθε μια τράτα τα ξεσκάλωναν από τα δίχτυα, σπαρταρούσαν, κατάφθαναν καραβάνια με καμήλες φορτωμένες καφάσια τίγκα στα βυζιά, εγώ τα έπιανα τα έβαζα το ένα πάνω στ’ άλλο, έχτισα έτσι ένα βυζόσπιτο κι ένα εξοχικό μετά πήγα στον ράφτη μού ‘κοψε ένα βυζοκούστουμο φαρδιά γραμμή με...» «Καλά, φτάνει, καταλάβαμε, κι ύστερα τι έγινε;» «Ξάφνου σκοτείνιασε, ούτε μισό βυζί φως, και να με» «Κι είπες ήσουνα μόνος σ’ όλα αυτά;» «Μόνος κατάμονος, παιδάκι μου». Παύση. Το κορίτσι έμεινε για λίγο σκεπτικό και παράχωσε το κεφάλι με θλιμμένες χουφτιές. Μέρες τώρα, σε όλες του τις συνεντεύξεις, ο Χάρος άκουγε ξανά και ξανά την ίδια ιστορία. Στις τελευταίες τους χαρές, πάνω στο τσακ, δεν βρισκόταν ούτε μια στάλα χώρος και για κείνον. Λες κι αυτός δεν υπήρχε.

–Σάκης Σερέφας: Οδοντοτεχνίτης Νεότατος (Ιστορίες με τον Χάρο)
Рекомендации по теме